Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (1/2022) του έγκριτου νομικού περιοδικού Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών (ΔΕΕ). Στο τεύχος (σελ. 39) δημοσιεύεται η με αριθμό 386/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, στην οποία το γραφείο μας, σε συνεργασία με το δικηγορικό γραφείο Σπάρτης Χρήστου Πλειώτα, εκπροσώπησε ομόρρυθμο εταίρο που επεδίωξε την επιστροφή ατόκου δανείου που παρέσχε στην εταιρεία, αξιώνοντας την επιστροφή του και από τον συνεταίρο του.
Η απόφαση πραγματεύεται κρίσιμα και ιδιάζουσας δυσκολίας ζητήματα του δικαίου των προσωπικών εταιρειών και έχει κατά περίληψη και κυρίως κείμενο ως εξής:
ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ. Συμπληρωματικές εισφορές (άρθρο 745 ΑΚ). Από καμία διάταξη νόμου δεν επιβάλλεται η συμφωνία περί συμπληρωματικών/πρόσθετων εισφορών να περιβάλλεται τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου με σύμπραξη αμφότερων των εταίρων και δημοσίευσή του στο Γ.Ε.ΜΗ. Παροχή άτοκου δανείου από εταίρο προς την εταιρία ως εισφορά. Οι λοιποί εταίροι ευθύνονται έναντι του καταβαλόντος για την επιστροφή της συμπληρωματικής εισφοράς του κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία (άρθρο 255 Ν 4072/2012). Οι διέπουσες την εκκαθάριση των προσωπικών εταιριών διατάξεις δεν αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο και ως εκ τούτου, με συμφωνία των εταίρων, νόμιμα μπορούν να επιστραφούν εισφορές σε εταίρο και πριν από τη διαδικασία της εκκαθάρισης.
Διατάξεις: άρθρα 249, 255 Ν 4072/2012
[…] Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, ομόρρυθμος εταίρος της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρίας, με την ένδικη αγωγή του, εκθέτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από τις 27.1.2015 έως τις 10.9.2015 κατέβαλε τμηματικά στην πρώτη εναγομένη το συνολικό χρηματικό ποσό των 36.898,54 € σε εκτέλεση συμβάσεως άτοκου δανείου, που καταρτίστηκε προφορικά με συμφωνία των ομορρύθμων εταίρων (ενάγοντος – δεύτερου εναγομένου) και προς τον σκοπό της ταμειακής διευκολύνσεως της εταιρίας. Ότι βάσει της άνω συμφωνίας των εταίρων, το ποσό του δανείου θα επιστρέφονταν στον ενάγοντα από το προϊόν τραπεζικού δανεισμού της εταιρίας κατά τον χρόνο της εκταμίευσης του δανείου. Ότι, μολονότι η πρώτη εναγόμενη πράγματι έλαβε δάνειο από την … Τράπεζα ποσού 50.000 €, το οποίο και εκταμιεύθηκε στις 1.10.2016, μέχρι σήμερα ουδέν ποσό έχει επιστραφεί στον ενάγοντα. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, ζητεί να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται εις ολόκληρον με τον δεύτερο εναγόμενο, λόγω της ιδιότητας του ως ομορρύθμου εταίρου της πρώτης, να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 36.898.54 €,με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από τις 1.10.2016. […]
V. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2, 33, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ) εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία. Από την επισκόπηση, όμως, του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα. Η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία συστάθηκε με το από … ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου … με αρ. κατ. … με ομόρρυθμα μέλη τους … τον δεύτερο εναγόμενο και την … Κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων του καταστατικού της, με το από … ιδιωτικό συμφωνητικό που δημοσιεύθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. με την υπ’ αριθμ. πρωτ. … ανακοίνωση, κατέστησαν αποκλειστικοί ομόρρυθμοι εταίροι της ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος, με εταιρική μερίδα 50% ο κάθε ένας και ίδιο ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη και τις δαπάνες της, και η διαχείριση της εταιρίας ανατέθηκε και στους δύο ομόρρυθμους εταίρους, ενεργούντες από κοινού. […] Κατόπιν τούτου, και σύμφωνα με τη νομική σκέψη I, δεν υφίσταται νόμιμη επίδοση της ένδικης αγωγής, …, και συνεπώς, ενόψει της νέας διάταξης του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, η ένδικη αγωγή είναι ανυπόστατη, ελάττωμα που δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε από το γεγονός ότι η τελευταία συμμετείχε κανονικά στη δίκη, συνομολογώντας το περιεχόμενο της αγωγής, χωρίς να επικαλεστεί καμία δικονομική βλάβη. Πρέπει, συνεπώς, η ένδικη αγωγή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα ως προς την πρώτη εναγομένη … Ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, κατά το αναγνωριστικό αίτημά της είναι εν μέρει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 361, 480, 481, 487, 806 ΑΚ, 249 παρ. 1, 255 Ν 4072/2012, και ειδικότερα το αίτημα αυτό είναι νόμιμο μόνο στο μέτρο που ο δεύτερος εναγόμενος κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή συμμετέχει στα χρέη της εταιρίας (άρθρο 255 Ν 4072/2012), δηλαδή στο ποσοστό 50%, αφού η απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη των ομορρύθμων εταίρων (άρθρο 249 παρ. 1 Ν 4072/2012) ισχύει έναντι των τρίτων – δανειστών της εταιρίας και όχι στις εσωτερικές σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους και αυτών με την εταιρία (πρβλ. ΑΠ 522/2014 Nomos). Επίσης, το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας από τις 1.10.2016, ελλείψει της επικλήσεως στο δικόγραφο της αγωγής εξώδικης οχλήσεως, είτε στην ως άνω ημερομηνία είτε μεταγενέστερα, και λαμβανομένου υπόψη ότι η επικαλούμενη συμφωνία περί επιστροφής του δανείου κατά την εκταμίευση του τραπεζικού δανεισμού δεν αποτελεί δήλη ημέρα, αφού εξαρτάται από αβέβαιο γεγονός και από προηγούμενες ενέργειες των διαδίκων (βλ. ενδεικτικά Στ. Κούμανη σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα I, άρθρο 341, αρ. 2 σελ. 677), είναι νόμιμο για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής (άρθρα 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, 340 ΑΚ), διότι η περιέλευση του οφειλέτη σε υπερημερία προϋποθέτει όχλησή του. […]
VIII. Από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, από τις υπ’ αριθμ. .. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία έχει συσταθεί με το από … ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των ομορρύθμων εταίρων …, του δεύτερου εναγομένου και της …, το οποίο δημοσιεύτηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου …, με σκοπό την ανέγερση και εκμετάλλευση ξενοδοχειακής μονάδας στην … Λακωνίας και την παροχή τουριστικών πληροφοριών. Κατόπιν μεταβολών στα πρόσωπα των εταίρων και άλλων αλλεπάλληλων τροποποιήσεων των καταστατικών προβλέψεων, με το από … ιδιωτικό συμφωνητικό αποχώρησε η έως τότε ομόρρυθμη εταίρος … μεταβιβάζοντας την εταιρική μερίδα της (50%) στον ενάγοντα. Από εκείνο το χρονικό σημείο και τουλάχιστον μέχρι τον χρόνο των ένδικων πραγματικών περιστατικών, ομόρρυθμοι εταίροι της πρώτης εναγομένης ήταν μόνον ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος, με εταιρική μερίδα και συμμετοχή στα κέρδη και ζημίες 50% ο κάθε ένας, οι οποίοι ήταν αμφότεροι διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρίας, ενεργούντες μόνον από κοινού και όχι ο κάθε ένας ατομικά (βλ. άρθρο 8 του κωδικοποιημένου καταστατικού της εταιρίας). Επίσης, με την ίδια ως άνω τροποποίηση του καταστατικού, που δημοσιεύθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. Λακωνίας, το εταιρικό κεφάλαιο αυξήθηκε κατά 5.000 €, και έτσι ανήλθε στο συνολικό ποσό των 665.000 €, το δε ποσό της αύξησης καταβλήθηκε σε μετρητά από τους συνεταίρους.
Στις αρχές του έτους 2015, κατά το οποίο κατασκευάζονταν οι κτιριακές εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης, δεν επαρκούσαν τα υπάρχοντα χρήματα στο ταμείο της εταιρίας για την εξυπηρέτηση των τρεχουσών υποχρεώσεών της και για τον λόγο αυτόν συμφωνήθηκε μεταξύ των εταίρων, ο μεν ενάγων να διευκολύνει ταμειακά την εταιρία, καταθέτοντας στον τραπεζικό λογαριασμό της διάφορα χρηματικά ποσά με σκοπό την εξόφληση των υποχρεώσεων αυτών, ο δε δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ήμισυ του ποσού της κάθε καταβολής σε σύντομο χρονικό διάστημα, με τραπεζικό δανεισμό που θα λάμβανε τύποις η εταιρία, στην πραγματικότητα όμως ο δεύτερος εναγόμενος, με την παροχή εμπράγματων ασφαλειών προς την τράπεζα σε αποκλειστικά δικά του ακίνητα. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο ενάγων προέβη στις εξής καταβολές προς την εταιρία, μέσω αντίστοιχων καταθέσεων μετρητών χρημάτων στον τραπεζικό λογαριασμό όψεως που τηρούσε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία …
Συνολικά δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από 27.1.2015 έως 10.9.2015 κατέβαλε το χρηματικό ποσό των 36.898,54 €, γεγονός που συνομολογεί ο δεύτερος εναγόμενος με τις προτάσεις του (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σε κάθε καταβολή προς το ταμείο της εταιρίας, ο δεύτερος εναγόμενος εξέδιδε έγγραφο («υπεύθυνη δήλωση»), στο οποίο μνημονευόταν κατά τρόπο γενικό η υποχρέωση της εταιρίας για την οποία προέβαινε στην κάθε καταβολή ο ενάγων (συνήθως το όνομα του κάθε δανειστή – εργολάβου, το αντικείμενο των εργασιών και σε ορισμένες περιπτώσεις ο αριθμός του παραστατικού), και επαναλαμβανόταν με στερεότυπη διατύπωση ότι από το κάθε φορά καταβαλλόμενο προς την εταιρία ποσόν, ο ενάγων θα λάμβανε το ήμισυ από δάνειο που επρόκειτο να λάβει η εταιρία.
Από α) το κείμενο των ως άνω «υπεύθυνων δηλώσεων», και συγκεκριμένα από τη στερεότυπη διατύπωση σε όλες αυτές ανεξαιρέτως ότι το ήμισυ του κάθε φορά καταβαλλόμενου ποσού, επί λέξει, «αφορά το 50% της συμμετοχής μου (ενν: του δεύτερου εναγομένου) στις κάτωθι υποχρεώσεις της εταιρίας…», ήτοι από το γεγονός ότι η διενέργεια της κάθε παροχής από τον ενάγοντα εκλαμβάνεται ως συνάρτηση της εταιρικής συμμετοχής του κάθε εταίρου, και ιδίως β) από το γεγονός ότι δεν υπήρξε πρόβλεψη για κανενός είδους αντιπαροχή προς τον ενάγοντα για την παροχή του (πρβλ. Απ. Γεωργιάδη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο II, 2007, σελ. 735, κατά τον οποίο μπορεί να αποτελεί εισφορά η χορήγηση άτοκου δανείου, πρβλ. Ρ. Γιαβαννόπουλου, σε Απ. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρο 742, αρ. 4 σελ. 1423, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία), δεν καταλείπεται αμφιβολία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, περί του ότι οι παροχές του ενάγοντος, έχουν τον χαρακτήρα εισφοράς. Δεν αποτελεί επιχείρημα περί του εναντίου το υποστηριζόμενο από τον τελευταίο, ότι μετά από την κάθε καταβολή ή από όλες τις καταβολές εν συνόλω δεν υπήρξε τροποποίηση του καταστατικού περί του εταιρικού κεφαλαίου και δημοσίευσή της στο Γ.Ε.ΜΗ., όπως συνέβαινε κάθε φορά με την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου κατά το χρονικό διάστημα από την αρχή της εταιρίας μέχρι την τελευταία κρίσιμη εν προκειμένω τροποποίηση του καταστατικού στις 24.11.2014, καθόσον η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου μπορεί μεν να επιτυγχάνεται μέσω των εισφορών των εταίρων, πλην όμως από καμία διάταξη νόμου δεν επιβάλλεται και από τη φύση του πράγματος δεν είναι δυνατόν κάθε παροχή του εταίρου προς την εταιρία προς επίτευξη του εταιρικού σκοπού (εισφορά) να περιβάλλεται τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου με σύμπραξη αμφότερων των εταίρων και δημοσίευσή του στο Γ.Ε.ΜΗ. Πάντως, μολονότι ο νομικός χαρακτηρισμός της ένδικης παροχής ως εισφοράς ή άτοκου δανείου γενικώς θα ήταν κρίσιμος για τον χρόνο της επιστροφής της, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 780 παρ. 1 ΑΚ οι εισφορές των εταίρων επιστρέφονται κατά το πέρας της εκκαθάρισης, εν τούτοις, κατά την απολύτως κρατούσα στην θεωρία και τη νομολογία γνώμη, οι διέπουσες την εκκαθάριση των προσωπικών εταιριών διατάξεις δεν αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο και ως εκ τούτου, με συμφωνία των εταίρων, νόμιμα μπορούν να επιστραφούν εισφορές σε εταίρο και πριν από τη διαδικασία της εκκαθάρισης (απολύτως παγιωμένη άποψη στη θεωρία και τη νομολογία, βλ. εντελώς ενδεικτικά Ρ. Γιοβαννόπουλο, ό.π., άρθρο 777, αρ. 4, σελ. 1487).
Στην προκειμένη δε περίπτωση, υφίσταται τέτοια συμφωνία μεταξύ όλων των εταίρων ήδη κατά τον χρόνο της διενέργειας κάθε εισφοράς, αφού στο σύνολο των προσκομιζόμενων από τον ενάγοντα «υπεύθυνων δηλώσεων» του δεύτερου εναγομένου διαλαμβάνεται αυτούσια η φράση ότι το κάθε φορά καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό θα επιστραφεί κατά το ήμισυ από την «εκταμίευση του αιτούμενου δανείου», το οποίο, κατά κοινή ομολογία των διαδίκων, εκταμιεύθηκε την άνοιξη του έτους 2016, μετά την κατάρτιση της υπ’ αριθμ. … σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό μεταξύ της πρώτης εναγομένης, νομίμως εκπροσωπούμενης από τους δύο ομόρρυθμους εταίρους της και την … Τράπεζα. Αλυσιτελώς, επομένως, οι διάδικοι φιλονικούν ως προς τη νομική φύση της υπό κρίση παροχής, αφού είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση η παροχή καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο ίδιο ακριβώς χρονικό σημείο, δηλαδή την εκταμίευση του δανείου, στις 10.5.2016. […]
IV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και να αναγνωριστεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 18.449,27 € με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. (…)
(Δέχεται την αγωγή.)