ΣτΕ 856/2025 – Παραδεκτό αίτησης αναίρεσης στις φορολογικές διαφορές

Δημοσιεύθηκε στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ” η υπ’ αριθμ. 856/2025 απόφαση του Β’ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), στην οποία το γραφείο μας εκπροσώπησε επιτυχώς την αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία. Με αυτήν το ΣτΕ έκρινε απαράδεκτη αίτηση της ΑΑΔΕ για αναίρεση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, κρίνοντας ότι το ποσό της διαφοράς που άχθηκε ενώπιόν του με την αίτηση αναίρεσης υπολείπεται του ορίου των 40.000,00 € που τίθεται ως κατώτατο όριο της διαφοράς προκειμένου αυτή να αχθεί σε αναιρετική δίκη ενώπιον του ΣτΕ.

Η απόφαση, όπως δημοσιεύεται στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜΟΣ”, έχει κατά περίληψη και κυρίως κείμενο ως εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 112/2021 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πατρών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 521/2019 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών. Με την τελευταία απόφαση, κατ’ αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ακυρώθηκε η …/2.6.2010 συμπληρωματική πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου του Π.Ε.Κ. Πατρών, με την οποία είχε καταλογισθεί σε βάρος της αναιρεσίβλητης για τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2004 έως 31.12.2004, διαφορά κυρίου φόρου, ύψους 59.887,20 ευρώ, και πρόσθετος φόρος, σε ποσοστό 186%, λόγω ανακρίβειας της δήλωσης, ύψους 118.810,70 ευρώ.

2. Επειδή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε νομοτύπως στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ……… στις 20.5.2021 (βλ. τη σχετική έκθεση επίδοσης του επιμελητή του Διοικητικού Εφετείου Πατρών ………..). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία, όπως προκύπτει από τη σχετική πράξη κατάθεσης, κατατέθηκε στη γραμματεία του δικάσαντος δικαστηρίου στις 20.9.2021, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, λαμβανομένης υπόψη : α) της αναστολής των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με διαδοχικές κοινές υπουργικές αποφάσεις με αντικείμενο τη λήψη εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού SARS-CoV-2, η οποία (αναστολή) ίσχυε κατά την επίδοση της αναιρεσιβαλλομένης και έως και τις 23.5.2021, και β) της αναστολής των δικονομικών προθεσμιών κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ήτοι από 1.7.2021 έως 31.8.2021, όπως το διάστημα αυτό περιορίσθηκε για το δικαστικό έτος 2020 – 2021 με το άρθρο 26 του ν. 4792/2021 (Α΄ 54).

3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως γίνεται δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, από την επανεξέταση του φακέλου της δικογραφίας, στην οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η από 10.2.2006 έκθεση τακτικού φορολογικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του ελεγκτή υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. …. ………., η από 20.5.2010 έκθεση συμπληρωματικού τακτικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος και έκθεση ελέγχου Κ.Β.Σ. της ελεγκτή υπαλλήλου του Π.Ε.Κ. …….., το ……/7.1.2020 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. …………, το ………../11.5.2019 δελτίο πληροφοριών του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Δ.Ε.Κ.) Αθηνών καθώς και τα …/5.2.2007 και ………../18.4.2008 όμοια δελτία της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) Αθηνών, προκύπτουν τα εξής : Η αναιρεσίβλητη εταιρεία διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών τη λιανική πώληση καινούργιων και μεταχειρισμένων Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων και ανταλλακτικών καθώς και την επισκευή αυτοκινήτων (συνεργείο) στη ….., για την οποία τηρούσε βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Δυνάμει της …../2005 εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …. διενεργήθηκε σε αυτήν τακτικός έλεγχος για τη διαπίστωση της τήρησης των διατάξεων του Κ.Φ.Ε. κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2004 έως 31.12.2004, κατά τον οποίο δεν διαπιστώθηκαν παρατυπίες-παραλείψεις στα στοιχεία και βιβλία της, κρίθηκαν επαρκή τα τελευταία, έγινε λογιστικός προσδιορισμός των αποτελεσμάτων της για την εν λόγω χρήση και εκδόθηκε η ………./10.2.2006 πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων. Ειδικότερα, προσδιορίσθηκαν τα κέρδη της στο ποσό των 14.757,61 ευρώ και, κατόπιν της προσθήκης σε αυτά των λογιστικών διαφορών που προέκυψαν λόγω μη έκπτωσης των οικείων δαπανών, συνολικού ποσού 13.192 ευρώ, στο συνολικό ποσό των 27.949,61 ευρώ (βλ. την από 10.2.2006 έκθεση τακτικού ελέγχου). Στη συνέχεια, με το ……../7.1.2010 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. ………… προς το Π.Ε.Κ. Πατρών, στο οποίο επισυνάπτονταν το ………./11.5.2009 δελτίο πληροφοριών του Δ.Ε.Κ. Αθηνών για τη φορολογική συμπεριφορά της εταιρείας με την επωνυμία «……. Α.Ε.Β.Ε.» και τα ………../5.2.2007 και …………/18.4.2008 δελτία πληροφοριών της ΥΠ.Ε.Ε. Αθηνών για την αντίστοιχη συμπεριφορά της εταιρείας με την επωνυμία «….. Α.Ε.», ενημερώθηκε το εν λόγω Π.Ε.Κ. ότι η εταιρεία «…… Α.Ε.Β.Ε.» είχε εκδώσει, κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2004 έως 31.12.2004, μεγάλης αξίας εικονικά φορολογικά στοιχεία με λήπτες διάφορους πελάτες της, μεταξύ των οποίων, εννέα δελτία αποστολής-τιμολόγια, συνολικής αξίας 5.223,02 ευρώ, με λήπτρια την αναιρεσίβλητη εταιρεία. Κατόπιν τούτου, διενεργήθηκε, δυνάμει της …………/2.2.2010 εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου του Π.Ε.Κ. Πατρών, συμπληρωματικός έλεγχος στα βιβλία και στοιχεία της αναιρεσίβλητης εταιρείας. Κατά τον έλεγχο αυτόν (βλ. την από 20.5.2010 έκθεση ελέγχου), η ελεγκτική αρχή συμπέρανε ότι τα προαναφερθέντα δελτία αποστολής-τιμολόγια έκδοσης της εταιρείας «…… Α.Ε.Β.Ε.» με λήπτρια την αναιρεσίβλητη ήταν εικονικά στο σύνολό τους, διότι οι συναλλαγές που αφορούν δεν πραγματοποιήθηκαν, δεδομένου ότι η εκδότρια αυτών εταιρεία δεν διέθετε το αναγκαίο εμπόρευμα για να διενεργεί πωλήσεις. Ακολούθως, με την ………/2.6.2010 απόφαση επιβολής προστίμου του Προϊσταμένου του Π.Ε.Κ. Πατρών επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσίβλητης εταιρείας, για τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2004 έως 31.12.2004, πρόστιμο, συνολικού ύψους 5.274 ευρώ (9 Δ.Α.Τ. Χ 586 ευρώ), για εννέα αυτοτελείς παραβάσεις συνιστάμενες στη λήψη και καταχώριση των προαναφερθέντων δελτίων αποστολής-τιμολογίων έκδοσης της «……. Α.Ε.Β.Ε.» (άρθρα 2 παρ. 1, 11 παρ. 1, 12 παρ. 1 και 19 παρ. 4 του Κ.Β.Σ.). Προσφυγή δε της αναιρεσίβλητης κατά της ως άνω απόφασης επιβολής προστίμου απορρίφθηκε με την 524/2019 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών και, όπως ήταν γνωστό στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο από έτερη δικαστική του ενέργεια, έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά της εν λόγω πρωτοβάθμιας απόφασης απορρίφθηκε με την 188/2020 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου. Περαιτέρω, βάσει των προεκτεθέντων, δυνάμει της ………../2.2.2010 εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου του Π.Ε.Κ. Πατρών διενεργήθηκε για την ίδια ως άνω διαχειριστική περίοδο συμπληρωματικός τακτικός έλεγχος φορολογίας εισοδήματος, κατά τον οποίο η φορολογική αρχή, αφού διαπίστωσε ότι η αναιρεσίβλητη είχε λάβει και καταχωρίσει στα βιβλία της ως έξοδα τα προαναφερθέντα 9 δελτία αποστολής-τιμολόγια, συνολικής καθαρής αξίας 5.223,02 ευρώ, τα οποία, κατά τα προεκτεθέντα, είχαν κριθεί εικονικά στο σύνολό τους, έκρινε ότι οι ανωτέρω παραβάσεις (λήψη και καταχώριση εικονικών Δ.Α.Τ.) ήταν μεγάλης έκτασης και καθιστούσαν ανέφικτο τον λογιστικό προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της αναιρεσίβλητης για την επίμαχη χρήση βάσει των τηρηθέντων από την ίδια στοιχείων και βιβλίων, χαρακτήρισε τα τελευταία ως ανακριβή και προέβη σε εξωλογιστικό προσδιορισμό των ακαθάριστων και καθαρών εσόδων της, σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 32 του ν. 2238/1994. Ειδικότερα, αφού έλαβε υπόψη τις αγορές, τις πωλήσεις και το μικτό κέρδος (Μ.Κ.) που εμφάνιζε η επιχείρηση (Μ.Κ. κλάδου εμπορίας 0,85%, Μ.Κ. κλάδου παροχής υπηρεσιών 100%, ήτοι συνολικό Μ.Κ. της επιχείρησης 12,62%), το Μ.Κ. που πραγματοποιούσαν ομοειδείς επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό παρόμοιες συνθήκες, το απασχολούμενο προσωπικό, το ύψος των κεφαλαίων που είχαν επενδυθεί καθώς και των ιδίων κεφαλαίων κίνησης, το ποσό των δανείων και των πιστώσεων, το ποσό των εξόδων παραγωγής και διάθεσης εμπορευμάτων, των εξόδων διαχείρισης και γενικά κάθε επαγγελματική δαπάνη καθώς και τους μοναδικούς συντελεστές καθαρού κέρδους (Μ.Σ.Κ.Κ.), που περιλαμβάνονταν στον ειδικό πίνακα του Υπουργείου Οικονομικών, προσδιόρισε τα συνολικά ακαθάριστα εισοδήματα της αναιρεσίβλητης για την εν λόγω χρήση στο συνολικό ποσό του 1.700.000 ευρώ (1.179.299,81 ευρώ + 318.813,81 ευρώ + 201.886,38 ευρώ = 1.700.000 ευρώ) με την προσαύξηση των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων της από την εμπορία αυτοκινήτων, ύψους 1.106.691,46 ευρώ, από την εμπορία ανταλλακτικών, ύψους 299.188,51 ευρώ, και από την παροχή υπηρεσιών συνεργείου, ύψους 189.451,78 ευρώ, κατά 72.608,35 ευρώ, 19.625,30 ευρώ και 12.434,60 ευρώ, αντιστοίχως. Περαιτέρω, προσδιόρισε τα καθαρά κέρδη της αναιρεσίβλητης εξωλογιστικώς στο συνολικό ποσό των 296.648,47 ευρώ, εφαρμόζοντας στα προσδιορισθέντα κατά τα ανωτέρω ακαθάριστα έσοδα τους προβλεπόμενους Μ.Σ.Κ.Κ. (4%, 16% και 33%) προσαυξημένους κατά 80% λόγω της λήψης εικονικών στοιχείων. Ακολούθως, προσδιόρισε τα καθαρά κέρδη της αναιρεσίβλητης λογιστικώς στο συνολικό ποσό των 33.172,63 ευρώ, με την προσθήκη στα δηλωθέντα από την ίδια καθαρά κέρδη, ύψους 14.757,61 ευρώ, των λογιστικών διαφορών του αρχικού ελέγχου, ύψους 13.192 ευρώ, και των λογιστικών διαφορών του συμπληρωματικού ελέγχου, ύψους 5.223,02 ευρώ, των τελευταίων αυτών διαφορών αντιστοιχουσών στη συνολική καθαρή αξία των επίμαχων 9 δελτίων αποστολής-τιμολογίων εκδόσεως της εταιρείας «…… Α.Ε.Β.Ε.», τα οποία κρίθηκαν εικονικά. Δεδομένου δε ότι τα καθαρά κέρδη προσδιορίσθηκαν εξωλογιστικώς σε μεγαλύτερο ύψος από τα καθαρά κέρδη που προέκυψαν με βάση τον λογιστικό προσδιορισμό που είχε διενεργηθεί, ο έλεγχος έλαβε υπόψη τα καθαρά κέρδη του πρώτου, ύψους 296.648,47 ευρώ. Κατόπιν τούτων, με την …………/2.6.2010 συμπληρωματική πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου του Π.Ε.Κ. Πατρών καταλογίσθηκε σε βάρος της αναιρεσίβλητης εταιρείας, για τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2004 έως 31.12.2004, διαφορά κυρίου φόρου, ύψους 59.887,20 ευρώ [{(φορολογητέα κέρδη 296.648,47 ευρώ – επιχειρηματική αμοιβή 7.378,80 ευρώ) Χ 25% = 72.317,42 ευρώ} – (φόρος που προκαταβλήθηκε 9.132,22 ευρώ + ΤΑΦΕ 3.298 ευρώ = 12.430,22 ευρώ) =59.887,20 ευρώ], καθώς και πρόσθετος φόρος, σε ποσοστό 186% (62 μήνες Χ 3%), λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης, ύψους 118.810,70 ευρώ. Κατά της ανωτέρω συμπληρωματικής πράξης προσδιορισμού αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου εισοδήματος, η αναιρεσίβλητη εταιρεία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών την από 5.7.2010 προσφυγή, κατ’ αποδοχήν της οποίας, με την 521/2019 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, ακυρώθηκε η ως άνω πράξη, καθόσον έγινε μεν δεκτό ότι τα προαναφερθέντα δελτία αποστολής-τιμολόγια ήταν εικονικά, αλλά κρίθηκε ότι οι διαπιστωθείσες παραβάσεις της λήψης και καταχώρισης αυτών δεν δικαιολογούσαν, κατά τον βάσιμο σχετικό προβληθέντα από την αναιρεσίβλητη λόγο, τον χαρακτηρισμό των βιβλίων της επιχείρησης ως ανακριβών και τον εξωλογιστικό προσδιορισμό. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι θεμελιώνεται μεν επαρκώς η κρίση της φορολογικής αρχής περί ανυπαρξίας των αναγραφόμενων στα επίμαχα εννέα δελτία αποστολής-τιμολόγια συναλλαγών μεταξύ της αναιρεσίβλητης και της εταιρείας «…… Α.Ε.Β.Ε.» στο σύνολό τους και, συνακολούθως, περί της εικονικότητας των εν λόγω στοιχείων, εντούτοις, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη ότι οι διαπιστωθείσες παραβάσεις της λήψης και καταχώρισης των εννέα αυτών στοιχείων, συνολικής καθαρής αξίας 5.223,02 ευρώ, δεν δικαιολογούσαν τον χαρακτηρισμό των βιβλίων της ως ανακριβών, διότι η προαναφερθείσα συνολική αξία των στοιχείων αντιστοιχεί σε πολύ μικρό ποσοστό (0,33%) των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων της (1.595.331,75 ευρώ), έκρινε ότι οι εν λόγω παραβάσεις, λαμβανομένου υπόψη του είδους και της βαρύτητάς τους, είναι περιορισμένης έκτασης σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη της επιχείρησης της αναιρεσίβλητης, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται ανέφικτος ο λογιστικός προσδιορισμός των αποτελεσμάτων της για την ένδικη χρήση ούτε αδύνατη η διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων. Βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι εσφαλμένως διενεργήθηκε, κριθέντων των οικείων βιβλίων ως ανακριβών, εξωλογιστικός προσδιορισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων της αναιρεσίβλητης εταιρείας και, ακολούθως, εκδόθηκε σε βάρος της η επίδικη πράξη, την οποία ακύρωσε. Έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η συνολική αξία των επίμαχων εννέα δελτίων αποστολής-τιμολογίων ήταν 5.223,02 ευρώ και αντιστοιχούσε σε πολύ μικρό ποσοστό (0,33%) των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων της επιχείρησης της αναιρεσίβλητης (1.595.331,75 ευρώ), οι εν λόγω παραβάσεις, λαμβανομένου υπόψη του ύψους τους, είναι μικρής έκτασης σε σχέση με το οικονομικό μέγεθος της επιχείρησης, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται ανέφικτος ο λογιστικός προσδιορισμός των αποτελεσμάτων της αναιρεσίβλητης για την ένδικη χρήση ούτε αδύνατη η διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων. Με αυτά τα δεδομένα, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκανε δεκτό ότι τα ανωτέρω εννέα δελτία αποστολής-τιμολόγια της αναιρεσίβλητης είναι εικονικά, έκρινε ότι οι διαπιστωθείσες παραβάσεις της λήψης και καταχώρισης των εν λόγω στοιχείων, κατά τη χρήση από 1.1.2004 έως 31.12.2004, δεν δικαιολογούσαν τον χαρακτηρισμό των βιβλίων της αναιρεσίβλητης ως ανακριβών για τους ανωτέρω λόγους και ότι, ως εκ τούτου, εν προκειμένω, εσφαλμένως διενεργήθηκε εξωλογιστικός προσδιορισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων της και προχώρησε στην ακύρωση της επίδικης συμπληρωματικής πράξης προσδιορισμού αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου εισοδήματος, απέρριψε δε ως αβάσιμους τους προβαλλόμενους με την έφεση ισχυρισμούς ότι νομίμως διενεργήθηκε εν προκειμένω εξωλογιστικός προσδιορισμός. Εξάλλου, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τον οποίο, από την οικεία έκθεση ελέγχου, στην οποία αναγράφεται ότι ο συμπληρωματικός έλεγχος έκρινε τα βιβλία της αναιρεσίβλητης εταιρείας ανακριβή κατά συνεκτίμηση παλαιών και νέων στοιχείων, προκύπτει ότι η φορολογική αρχή, προκειμένου να κρίνει σχετικά με το ανέφικτο του λογιστικού προσδιορισμού των αποτελεσμάτων της αναιρεσίβλητης εταιρείας και την προσφυγή στον εξωλογιστικό προσδιορισμό, συνεκτίμησε ότι κατά τον γενόμενο αρχικό τακτικό έλεγχο προέκυψαν λογιστικές διαφορές, ύψους 13.192 ευρώ, γεγονός που δεν έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι ο ως άνω ισχυρισμός, και αληθής υποτιθέμενος, δεν είναι ικανός να ανατρέψει την προαναφερθείσα κρίση περί εσφαλμένης διενέργειας εξωλογιστικού προσδιορισμού, καθόσον, ακόμη και αν προστεθεί το προαναφερθέν ποσό των λογιστικών διαφορών (13.192 ευρώ), οι παραβάσεις εξακολουθούν να είναι μικρής έκτασης σε σχέση με το οικονομικό μέγεθος της επιχείρησης και δεν καθίσταται ανέφικτος ο λογιστικός προσδιορισμός των αποτελεσμάτων της, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 4 του ν. 2238/1994. Τέλος, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να μεταρρυθμισθεί, διότι εσφαλμένως ακύρωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την επίδικη συμπληρωματική πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων, ενώ το ορθό ήταν να τη μεταρρυθμίσει ακυρώνοντάς την μόνο κατά το μέρος που με αυτή προσδιορίζονται τα αποτελέσματα της αναιρεσίβλητης εξωλογιστικώς και ορίζοντας τον λογιστικό προσδιορισμό αυτών, με την αιτιολογία ότι νομίμως ακυρώθηκε η επίδικη πράξη με την πρωτοβάθμια απόφαση, διότι αντικείμενο της δίκης σε πρώτο βαθμό ήταν μόνο η νομιμότητα ή μη του εξωλογιστικού προσδιορισμού και όχι του λογιστικού, για τον οποίο, εξάλλου, είχε ήδη εκδοθεί η προαναφερθείσα …./10.2.2006 πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων.

4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ως εκ του χρόνου άσκησής της (20.9.2021), υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύουν, ήτοι μετά την αντικατάσταση αμφοτέρων με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, εν συνεχεία, μετά την εκ νέου αντικατάσταση της παραγράφου 3 με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240). Κατά την έννοια δε των ανωτέρω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ήτοι τόσο των αναφερόμενων στην παράγραφο 3 προϋποθέσεων όσο και του προβλεπόμενου στην παράγραφο 4 του ελάχιστου ποσού της διαφοράς (βλ. ΣτΕ 1365/2017 7μ., 2934/2017 7μ., 172/2018 7μ., 1888/2018 7μ., 1483-1485/2019 7μ., 2323-2325/2020 7μ., 2334-2348/2021 7μ., 416-419/2022 7μ., 835/2022 7μ., 91-92/2023 7μ.).

5. Επειδή, εν προκειμένω, με την υπό κρίση αίτηση δεν πλήσσεται η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι εσφαλμένως διενεργήθηκε από τη φορολογική αρχή εξωλογιστικός προσδιορισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων της αναιρεσίβλητης, αλλά το αναιρεσείον προβάλλει ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 31 και 32 του ν. 2238/1994 και 79 του Κ.Δ.Δ., απέρριψε το δικάσαν δικαστήριο ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ότι εσφαλμένως ακύρωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την επίδικη συμπληρωματική πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων, αντί να προσδιορίσει το ίδιο λογιστικώς τα αποτελέσματα της αναιρεσίβλητης και να μεταρρυθμίσει την εν λόγω συμπληρωματική πράξη. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά τον διενεργηθέντα για τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2004 έως 31.12.2004 συμπληρωματικό τακτικό έλεγχο φορολογίας εισοδήματος, δυνάμει της ……../2.2.2010 εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου του Π.Ε.Κ. Πατρών, διαπιστώθηκε ότι η αναιρεσίβλητη εταιρεία έλαβε και καταχώρισε στα βιβλία της ως έξοδα εννέα, εικονικά στο σύνολό τους, δελτία αποστολής-τιμολόγια έκδοσης της εταιρείας «..… Α.Ε.Β.Ε.», συνολικής καθαρής αξίας 5.223,02 ευρώ, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αντιστοιχεί στον φόρο που αναλογεί στην αξία των ανωτέρω, κριθέντων ως εικονικών στο πλαίσιο του συμπληρωματικού φορολογικού ελέγχου, φορολογικών στοιχείων, και, επομένως, υπολείπεται προδήλως του προβλεπόμενου στην παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 ελάχιστου ορίου των 40.000 ευρώ, όπως βασίμως, άλλωστε, προβάλλει η αναιρεσίβλητη με το από 27.11.2024 υπόμνημά της. Συνακολούθως δε, αλυσιτελώς προβάλλεται, προς θεμελίωση του παραδεκτού του ως άνω μοναδικού λόγου αναιρέσεως, ότι η αναιρεσιβαλλομένη είναι αντίθετη προς την 397/2020 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου ως προς το τιθέμενο με τον λόγο αυτόν ζήτημα της κατά το άρθρο 79 του Κ.Δ.Δ. εξουσίας των δικαστηρίων της ουσίας επί προσβολής πράξης προσδιορισμού φορολογικής υποχρέωσης.

6. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.