Δημοσιεύθηκε στην πλατφόρμα νομικών πληροφοριών Qualex η με αριθμό 2632/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία το γραφείο μας εκπροσώπησε, τους καθ’ ων η αίτηση περί αντικατάστασης του δικαστικού συμπαραστάτη και των μελών του εποπτικού συμβουλίου. Η απόφαση αντιμετώπισε κρίσιμα θέματα σχετικά με τη νόμιμη κλήτευση του συμπαραστατούμενου στις δίκες σχετικά με τον θεσμό της δικαστικής συμπαράστασης, τα οποία έχουν καθοριστική πρακτική σημασία για τη διεξαγωγή των σχετικών δικών.
Η απόφαση έχει κατά το δημοσιευμένο περιεχόμενό της ως εξής:
“Από τις διατάξεις των άρθρων 20 Συντάγματος και 110 § 2 ΚΠολΔ, οι οποίες αποβλέπουν κυρίως στην εξασφάλιση της γνώσης των εμπλεκόμενων στη δίκη μερών για τη διεξαγόμενη διαδικασία, συνάγεται ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ακουστεί πριν από την έκδοση δικαστικής απόφασης που αφορά στο πρόσωπο ή στην περιουσία του και, συνεπώς, καμία συζήτηση της σχετικής υπόθεσης στο ακροατήριο’ δεν μπορεί να λάβει χώρα αν δεν παρίσταται ή δεν αποδεικνύεται η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του να παραστεί σε αυτήν, την δε κλήτευσή του μάλιστα, όταν ο τελευταίος απουσιάζει, οφείλει το Δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως. Μάλιστα, το εν λόγω δικαίωμα της ακρόασης ισχύει σε όλα τα είδη της διαγνωστικής διαδικασίας και, σύμφωνα με το άρθρο 741 του ΚΠολΔ, και στη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, ελλείψει αντίθετης ειδικότερης διάταξης και ως προσαρμοζόμενο στις διατάξεις της τελευταίας. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 802 § 1 ΚΠολΔ, στις δίκες που σχετίζονται με τη δικαστική συμπαράσταση, το πρόσωπο, το οποίο αφορά το μέτρο, εφόσον έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του, είναι πλήρως ικανό να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, να επιχειρεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις, να επιχειρεί ή να δέχεται επιδόσεις κάθε είδους και να ασκεί ή να παραιτείται από ένδικα μέσα (Π. Αρβανιτάκης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρα 802 αρ. 2 και 748 αριθ. 7- 9). Εάν δε ο ανωτέρω δεν εμφανιστεί κατά την περί ης ο λόγος συνεδρίαση το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως το νόμιμο και εμπρόθεσμο της κλήτευσής του και, σε αρνητική περίπτωση, να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και, μάλιστα χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, κατά τα άρθρα 110 § 2, 111 § 2 και 271 § 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 2 του Ν. 4335/2015, εφαρμοζόμενα, σύμφωνα με το άρθρο 741 του ιδίου Κώδικα, και στη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, ελλείψει αντίθετης ειδικότερης διάταξης και ως προσαρμοζόμενα στις διατάξεις της τελευταίας, λόγω μη τήρησης της απαιτούμενης προδικασίας, η δε υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήση (Π. Αρβανιτάκης, άρθρα 741 και 748 αριθ. 9 σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, Σάκκουλας 2000, ΑΠ 28/2015, ΑΠ 97/2015, ΑΠ 238/2015 και ΑΠ 1436/2012 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η νόμιμη κλήτευση του διαδίκου να μετάσχει σε κάποια διαδικαστική πράξη, κατά το άρθρο 117, ως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο § 2 του Ν. 4335/2015, και 139 ΚΠολΔ, αποδεικνύεται μόνο με την έκθεση επίδοσης, αποτελούσα, σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔ, δημόσιο έγγραφο και ελέγχεται από το Δικαστήριο. Ακόμη, με τη διάταξη του άρθρου 128 του ΚΠολΔ, όπως η πρώτη παράγραφός του ισχύει μετά από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο § 2 του Ν. 4335/2015, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 741 ΚΠολΔ, ρυθμίζεται ο τρόπος, με τον οποίο γίνεται η επίδοση εγγράφου στην κατοικία του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται, ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα τόσο του επισπεύδοντα την επίδοση όσο και του παραλήπτη. Έτσι αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενήλικους συνοίκους του, που έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοί του, σύνοικοι δε θωρούνται, σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο του ως άνω άρθρου, «εκείνοι που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, οι θυρωροί πολυκατοικιών και τα μέλη της οικογένειάς τους που συνοικούν μαζί τους, οι διευθυντές ξενοδοχείων, καθώς και το υπηρετικό υπαλληλικό προσωπικό τους, όχι όμως οι ένοικοι άλλου διαμερίσματος ή δωματίου της ίδιας κατοικίας”, ήτοι τα πρόσωπα που ενοικούν στην ίδια με τον παραλήπτη οικία ή διαμέρισμα κατά τον χρόνο της επίδοσης υπό την έννοια της πραγματικής συνοίκησης και δεν αρκεί μια τυχαία παρουσία κατά το χρόνο αυτόν και ως εκ τούτου στην έκθεση επίδοσης πρέπει να μνημονεύεται η ακριβής ιδιότητα του συνοίκου για να διακριβώνεται αν εμπίπτει στην κατηγορία των αναφερόμενων στη διάταξη προσώπων. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η έμμεση επίδοση, ήτοι η επίδοση σε ενήλικο εν γένει σύνοικο με την έννοια της τρίτης παραγράφου του άρθρου 128 ΚΠολΔ, είναι επιτρεπτή υπό τις προϋποθέσεις του Νόμου, η συνδρομή των οποίων θα πρέπει να διαπιστώνεται στην έκθεση επίδοσης. Μια εκ των προϋποθέσεων αυτών είναι, οι ενήλικοι σύνοικοι, ήτοι τα άτομα στα οποία παραδίδεται το έγγραφο, να έχουν σωρευτικά αφενός συνείδηση των πράξεών τους και αφετέρου να μην συμμετέχουν στη συγκεκριμένη δίκη, ως αντίδικοί του επισπεύδοντας την επίδοση, ειδικά δε στη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, χαρακτηριζόμενη από την ελαστικότητα της τελευταίας (της διαδικασίας), ελλείψει κατά κανόνα αντιδικίας, ως μετέχοντα πρόσωπα, ήτοι ενδιαφερόμενοι θετικά ή αρνητικά για τη ρύθμιση, που θα αποφασισθεί κι αποτελεί αντικείμενο της αίτησης και της εκδοθησόμενης Απόφασης, εφόσον αποτελούν στη συγκεκριμένη περίπτωση υποκείμενα της διεξαγόμενης διαδικασίας – τυπικώς μετέχοντες (Αρβανιτάκης, σε Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 739-866 υπό IV. αριθ. 12, σε Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ/Τόμος II, έτος έκδοσης 2000, ενδεικτικά ΜΠρΘεσ 2718/2016 ΕΠολΔ 2018,159, ΜΠρΘεσ 1483/2006 Αρμ 2007.47). Τούτο δε προκειμένου να διασφαλισθεί η εγκυρότητα των επιδόσεων και συνεπώς έμμεσα το δικαίωμα της δικαστικής ακρόασης του διαδίκου, το οποίο υλοποιείται με τη γνωστοποίηση του δικογράφου μέσω της ασφαλέστερης κατά το δυνατό επίδοσης (Μ. Μαργαρίτη/Α. Μαργαρίτη, άρθρο 128, Ερμηνευτικό Συμπλήρωμα σε Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, έτος έκδοσης 2015). Έτσι, σε δίκες για την παύση και αντικατάσταση δικαστικού συμπαραστάτη, προέδρου και μέλους εποπτικού συμβουλίου της δικαστικής συμπαράστασης δεν είναι δυνατή η επίδοση στον προτεινόμενο (προς διορισμό ή αντικατάσταση) δικαστικό συμπαραστάτη ή πρόεδρο ή μέλος του εποπτικού συμβουλίου, εάν ο συμπαραστατούμενος δεν βρίσκεται στην κατοικία του, με το σκεπτικό ότι ο τελευταίος (ο προτεινόμενος δικαστικός συμπαραστάτης ή πρόεδρος ή μέλος του εποπτικού συμβουλίου) μετέχει τυπικά στη σχετική διαδικασία και είναι ενδιαφερόμενος θετικά ή αρνητικά για την εκδοθησόμενη απόφαση, αφού, σε περίπτωση που η σχετική αίτηση γίνει δεκτή κατά πάσα πιθανότητα, όχι βεβαίως υποχρεωτικά, θα του ανατεθεί το αντίστοιχο λειτούργημα ή θα παυθεί αντίστοιχα από αυτό, και ως εκ τούτου εξαρτά έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης. Πρόσωπα δε που συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοί ή μετέχοντα πρόσωπα στη δίκη του ενδιαφερομένου θεωρούνται ως μη υπάρχοντα με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι διατυπώσεις της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 128 ΚΠολΔ για τη θυροκόλληση. Αν παρά ταύτα τέτοια επίδοση λάβει χώρα αυτή είναι μη νόμιμη και άρα άκυρη, η δε τήρηση των προβλεπομένων διατυπώσεων πρέπει να προκύπτει ήδη από την έκθεση επίδοσης (Ορφανίδης, άρθρο 128 αριθ. 3 σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος I, έτος έκδοσης 2000). Τα παραπάνω δεν μεταβάλλονται και εάν έχει ήδη διορισθεί προσωρινός ή και οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης του τεθέντος προσωρινά ή οριστικά σε καθεστώς προσωρινής ή οριστικής δικαστικής συμπαράστασης, καθόσον σ’ ό,τι αφορά στις προεκτεθείσες δίκες της δικαστικής συμπαράστασης πρέπει στη σφαίρα του Δικονομικού Δικαίου η επίδοση κάθε δικογράφου να γίνεται και στον τελευταίο (προσωρινά ή οριστικά συμπαραστατούμενο), ρύθμιση που είναι απόλυτα σύμφωνη με τον σκοπό της δίκης για τη δικαστική συμπαράσταση, συνιστώμενο στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και στη διασφάλιση της προσωπικότητας του πάσχοντος με την παροχή σ’ αυτόν της δυνατότητας για αυτόβουλη διαμόρφωση των σχέσεών του χωρίς έξωθεν επιδράσεις, εξειδικευόμενη με την ελευθερία επιλογής του δικαστικού συμπαραστάτη του (Β. Βαθρακοκοίλης, άρθρο 126 αριθ. 11 σε Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), Τόμος Α’, Αθήνα, έτος έκδοσης 1996, ΕφΑθ 816/2009 ΕφΑΔ 2010/56).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ήδη προσθέτως παρεμβαίνουσα, υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών την από 6-4-2022 αίτησή της, στην οποία εκθέτει ότι για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους συντρέχει νόμιμη περίπτωση αντικατάστασης της δικαστικής συμπαραστάτριας και των μελών του εποπτικού συμβουλίου της μητέρας της, … του …, που έχει τεθεί σε κατάσταση πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης δυνάμει της υπ’ αριθμ. 453/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας Δικαιοδοσίας). Σημειώνεται ότι η συμπαραστατούμενη δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στην παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, το δικαστήριο υποχρεούται συνεπώς, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το νομότυπο ή μη της κλήτευσής της. Όπως προκύπτει από το υπ’ αρ. …/24-5-2022 αποδεικτικό επιδόσεως του Υπαρχιφύλακα (Π.Σ.) …, ο τελευταίος, μετά από παραγγελία που του δόθηκε αρμοδίως, πήγε στη Βάρη και στην οδό … αρ. …, όπου βρίσκεται η κατοικία της συμπαραστατούμενης, …, για να της επιδώσει το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, με κλήση για παράσταση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, αλλά αφού δεν βρήκε την ίδια προσωπικά, αλλά, όπως αναφέρεται, τον ενήλικο σύνοικό της, … (υιό της), επέδωσε σ’ αυτόν το παραπάνω δικόγραφο. Η κατά τον ως άνω τρόπο κλήτευση της συμπαραστατούμενης δεν είναι, όμως, νόμιμη, διότι ο παραλαβών το δικόγραφο … μετέχει τυπικά στην προκειμένη δίκη, ως δεύτερος των καθ’ ων η αίτηση – πρόσθετη παρέμβαση, και είναι ενδιαφερόμενος, θετικά ή αρνητικά, ως προς τη ρύθμιση που πρόκειται να αποφασιστεί επί τη βάσει της υπό κρίση αίτησης, καθόσον με αυτήν ζητείται, μεταξύ άλλων, η αντικατάστασή του από μέλος του εποπτικού συμβουλίου. Ανεξαρτήτως δε τούτου, επιπροσθέτως, ο παραλαβών το δικόγραφο … δεν είναι και σύνοικος της συμπαραστούμενης, κατά την έννοια του άρθρου 128 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού κατοικεί, μαζί με τη σύζυγό του, σε άλλο διαμέρισμα της ευρισκόμενης στη Βάρη, επί της οδού …, πολυκατοικίας, από αυτό όπου κατοικεί η συμπαραστατούμενη (βλ. την ένορκη κατάθεση της …, συζύγου του …, σελίδα 14 των ταυτάριθμων με την παρούσα απόφαση πρακτικών). Έπρεπε, λοιπόν, εφόσον στην κατοικία της συμπαραστατούμενης δεν βρισκόταν κάποιος σύνοικος, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στον αμέσως παραπάνω δικανικό κανόνα, σε αρμονία με την όλη «φιλοσοφία» του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης, επιτάσσουσα να αντιμετωπίζεται πλέον η συμπαραστατούμενη, η γνώμη της οποίας έχει βαρύτητα σε θέματα και δίκες που την αφορούν, ως μια ανεξάρτητη προσωπικότητα, το εν λόγω δικόγραφο να θυροκολληθεί, κατά τα οριζόμενα στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 128 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης.”.