Αποκλειστική χρήση κατασκευών σε κοινόχρηστο δώμα πολυώροφης οικοδομής / Αποζημίωση συνιδιοκτητών – Δημοσίευση απόφασης του γραφείου μας στον νομικό τύπο

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (3/2021) του έγκριτου νομικού περιοδικού Εφαρμογές Αστικού Δικαίου & Πολιτικής Δικονομίας. Στο τεύχος (σελ. 346) δημοσιεύεται η με αριθμό 103/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στη δίκη της οποίας το γραφείο μας εκπροσώπησε επιτυχώς ιδιοκτήτη διαμερίσματος πολυκατοικίας από τον οποίο ιδιοκτήτης έτερου διαμερίσματος αξίωνε αποζημίωση και ηθική βλάβη για τον αποκλεισμό του από τμήμα του κοινόχρηστου δώματος (ταράτσας). Η απόφαση πραγματεύεται το κρίσιμο θέμα των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) πολυώροφης οικοδομής (πολυκατοικίας) υποχρεούται σε αποζημίωση των συνιδιοκτητών του στην περίπτωση που εγκατέστησε στο κοινόχρηστο δώμα (ταράτσα) της πολυκατοικίας κατασκευές για την εξυπηρέτηση αναγκών αποκλειστικά του δικού του διαμερίσματος.
Η απόφαση, όπως δημοσιεύεται στο περιοδικό, έχει ως εξής (περίληψη και κυρίως κείμενο):

Κοινωνία δικαιώματος. Οικοδομή υπαχθείσα στο καθεστώς οριζόντιας ιδιοκτησίας (Ν 3741/1929). Αποζημίωση αποκλειστικής χρήσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με βάση την αποκλειστική χρήση από έναν εκ των συνιδιοκτητών κατασκευών (παραρτημάτων) που τοποθέτησε επί τμήματος του κοινόχρηστου δώματος (ταράτσας) για την εξυπηρέτηση της ανάγκης θέρμανσης της οριζόντιας ιδιοκτησίας του. Ουδεμία αποστέρηση ωφέλειας δύναται να υπάρξει για τους λοιπούς συνιδιοκτήτες, ως εκ τούτου δεν προκαλείται ούτε περιουσιακή ζημία ούτε ηθική βλάβη. Απορρίπτει την αγωγή.

Διατάξεις: άρθρα 281, 785 επ., 961, 962, 1113 ΑΚ

I. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 785, 786, 787, 788 παρ. 1 και 789 ΑΚ, αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη (785 εδ. α΄), κάθε κοινωνός έχει ανάλογη μερίδα στους καρπούς του κοινού αντικειμένου (786), κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών (787), η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς (788 παρ. 1 εδ. α΄), με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών μπορεί να καθορισθεί ο τρόπος της τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο (789 εδ. α΄). Η φροντίδα της παραγωγής και συλλογής των καρπών του κοινού πράγματος, στους οποίους περιλαμβάνονται κατά το άρθρο 961 παρ. 3 ΑΚ και οι πολιτικοί καρποί, δηλονότι οι πρόσοδοι που παρέχει το πράγμα με βάση κάποια έννομη σχέση και επί των οποίων έχει ανάλογη μερίδα κάθε κοινωνός, αποτελεί περιεχόμενο της τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως αυτού.

Με τέτοιο χαρακτήρα η παραγωγή και κτήση των πολιτικών καρπών του κοινού, αποτελεί δικαίωμα και καθήκον όλων μαζί των κοινωνών (788 εδ. α΄ ΑΚ). Εφόσον δεν υπάρχει συμφωνία όλων των κοινωνών, το προηγούμενο δικαίωμα ασκείται για λογαριασμό όλων μαζί των κοινωνών με απόφαση της πλειοψηφίας αυτών, που είναι υποχρεωτική και για τους μειοψηφήσαντες ή αρνούμενους την επιχείρηση της πράξεως διοικήσεως κοινωνούς, οι οποίοι δεσμεύονται έναντι των τρίτων από αυτή. Η πλειοψηφία υπολογίζεται με βάση το μέγεθος των μερίδων. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση κάθε κοινωνού αφορά μόνον τη μερίδα του, η δε πλειοψηφία σχηματίζεται από το άθροισμα των επιμέρους μερίδων (ΑΠ 212/2003 ΕλλΔνη 45, 466).

Ενόψει τούτων και εφόσον η αποφασίζουσα πλειοψηφία νοείται κατά μερίδες και όχι κατά κεφαλές. Προς λήψη της απόφασης γενικώς δεν απαιτείται συντεταγμένη σύσκεψη πάντων των κοινωνών ούτε άλλη κάποια διατύπωση, αλλά αρκεί η υπό μόνον του πλειοψηφούντος κοινωνού διενέργεια της σχετικής διαχειριστικής πράξεως. Η απόφασή του αυτή, κατ’ ενάσκηση του δικαιώματός του, δεν συνιστά αδικοπραξία (ΑΠ 255/2000, ΜΠρΑθ 20217/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2657/1996 ΕλλΔνη 37, 1642).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962, 1113 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού.

Ειδικότερα προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 564/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν των κοινωνών, δεν αποκλείεται όμως να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρ. 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα άρθρα 914 ή και 1099 ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς ή πολύ περισσότερο αν τους απέβαλε από τη συννομή του κοινού.

Κατά τα λοιπά ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του το κοινό πράγμα είναι κατ’ αρχήν αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή προκειμένου για ακίνητο διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον με τον τρόπο αυτό αποκλείει στην πράξη τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 276/2016, ΑΠ 767/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Για να είναι ορισμένη η αγωγή του κοινωνού, με την οποία αυτός αξιώνει από το συγκοινωνό, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος, αποζημίωση για ορισμένο χρόνο, αρκεί να προσδιορίζεται σε αυτή το κοινό ακίνητο, η επ’ αυτού μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε κατά τον επίδικο χρόνο αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και, επίσης, το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία προκειμένου περί αστικού ακινήτου ταυτίζεται με την μισθωτική αξία του μεριδίου του εκτός χρήσεως κοινωνού, της οποίας, συνεπώς αρκεί η αναφορά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται άλλη έννομη σχέση, βάσει της οποίας ο εναγόμενος συγκοινωνός κάνει χρήση του κοινού πράγματος και κατά τη μερίδα του ενάγοντος, αλλά εναπόκειται στον εναγόμενο η προβολή ισχυρισμού (ένστασης), ότι κατέχει το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας του ποσοστό βάσει ορισμένης έννομης σχέσης και ότι, συνακόλουθα, δεν υποχρεούται στην καταβολή της αξιούμενης με την αγωγή αποζημίωσης (ΑΠ 1208/2018, ΑΠ 74/2000, ΠΠρΑμφισ 1/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Άλλο στοιχείο και μάλιστα αναφορά στη σχετική αγωγή συγκριτικών στοιχείων για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας του κοινού ακινήτου δεν απαιτείται, αφού η εν λόγω αξία θα προκύψει από τις αποδείξεις. Αίτημα της αγωγής αυτής είναι η απόδοση της ωφέλειας, την οποία αποκόμισε ο κοινωνός, που έκανε την αποκλειστική χρήση. Η με βάση τις προαναφερόμενες ειδικές περί κοινωνίας διατάξεις άσκηση της αξίωσης για απόδοση της ωφέλειας αποτελεί ειδικότερη μορφή απόδοσης του πλουτισμού, που χωρίς νόμιμη αιτία περιήλθε στον κοινωνό, που έκανε την αποκλειστική χρήση σε βάρος της περιουσίας του κοινωνού, που δεν έκανε χρήση. Γι’ αυτό και η αναζήτηση της παραπάνω ωφέλειας δεν μπορεί να γίνει και κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης του άρθρου 904 του ΑΚ, αφού οι δύο αξιώσεις τελούν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή την απόδοση του πλουτισμού του εναγόμενου, που έκανε την αποκλειστική χρήση (ΑΠ 74/2004, ΑΠ 749/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Το προαναφερόμενο δικαίωμα των συγκοινωνών δεν εξαρτάται από την προηγούμενη παρακώλυση του στη σύγχρηση του κοινού πράγματος. Αρκεί ότι τούτο χρησιμοποιείται αποκλειστικά από άλλον κοινωνό και ο ίδιος δεν αξιώνει για τον εαυτό του τη σύγχρηση κατά τον προορισμό του πράγματος. Δεν αποκλείεται όμως ο κοινωνός να διεκδικήσει την αναλογία του στους καρπούς και τα ωφελήματα του επικοίνου με τη μορφή της αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του συγκοινωνού, που κάνει αποκλειστικά χρήση τούτου, τα περιστατικά της οποίας (συμπεριφοράς) πρέπει να εκθέτει στην αγωγή (ΕφΠατρ 1122/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Σε περίπτωση όμως κατά την οποία κάποιος κοινωνός αποστερεί τον άλλον παρανόμως από τη χρήση του κοινού και την απόλαυση των από αυτό ωφελειών, όπως όταν αυθαιρέτως αποβάλλει το συγκοινωνό από το κοινό, ο κοινωνός αυτός που κάνει με τον τρόπο αυτόν αποκλειστική χρήση του πράγματος με αντιποίηση της επ’ αυτού εξουσίας των άλλων κοινωνών, υποχρεούται, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, να αποζημιώσει τον βλαπτόμενο από την παραπάνω πράξη του κοινωνό, λόγω αδικοπραξίας, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του βλαπτόμενου (ΜΠρΑθ 20217/2004, ΑΠ 440/2000).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 249 ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια. Στην παραγραφή της διάταξης αυτής υπάγονται οι αξιώσεις από τα άρθρα 1096-1100 του ΑΚ και μόνον κατ’ εξαίρεση η από το άρθρο 1099 ΑΚ αξίωση για αδικοπραξία υπόκειται στην πενταετή παραγραφή της διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ (ΑΠ 572/2017, ΑΠ 907/2015, ΑΠ 1372/2014, ΑΠ 508/2011, αντίθ. 1771/2014).

Περαιτέρω, με το άρθρο 250 αρ. 17 ΑΚ, θεσπίζεται εξαίρεση της κατά το άρθρο 249 του ίδιου Κώδικα παραγραφής των αξιώσεων και σύμφωνα με αυτό, οι αξιώσεις των καθυστερούμενων προσόδων, κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά κ.λπ. παραγράφονται σε πέντε χρόνια. Στην έννοια των καθυστερούμενων προσόδων υπάγονται οι φυσικοί ή πολιτικοί καρποί και τα εν γένει ωφελήματα που παρέχει η χρήση του πράγματος βάσει έννομης σχέσης, ενώ στην έννοια της περιοδικώς επαναλαμβανόμενης παροχής υπάγεται εκείνη που έχει εκ των προτέρων καθορισμένο περιεχόμενο και επαναλαμβάνεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα χωρίς να τελεί ως προς τη γέννηση και την ύπαρξή της υπό κάποια αίρεση ή προθεσμία, αλλά παρέχεται από μόνη την πάροδο του χρόνου (ΑΠ 1290/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

II. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.

Μόνη δε η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την καλόπιστη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί κατ’ αυτού, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα η ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται δυσμενείς, όχι δε κατ’ ανάγκην και αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη, κρίνεται δε, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος (ΑΠ Ολ 7/2002, ΑΠ Ολ 17/1995, ΑΠ 1512/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, η ενάγουσα ιδιοκτήτρια του ισογείου οροφοδιαμερίσματος πολυκατοικίας κείμενης στην … Αττικής, εκθέτει ότι είναι συγκυρία από κοινού με τον εναγόμενο, ιδιοκτήτη του αντίστοιχου διαμερίσματος του πρώτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας, της περιγραφόμενης κοινόχρηστης κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστου ταράτσας του κτιρίου. Ότι τον Ιούνιο 2012 ο εναγόμενος κατασκεύασε στον κοινόχρηστο χώρο της ταράτσας, χωρίς τη συναίνεσή της, μία αποθήκη επιφάνειας 4,56 τμ εντός της οποίας τοποθέτησε λέβητα, καθώς επίσης τοποθέτησε δεξαμενή πετρελαίου επιφάνειας 1 τ.μ. προς εξυπηρέτηση των αναγκών θέρμανσης του διαμερίσματός του σε έτερο σημείο της ταράτσας, όπως εμφαίνεται στο προσαρτώμενο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό σκαρίφημα.

Ότι στα εν λόγω καταληφθέντα τμήματα της ταράτσας ο εναγόμενος απαγορεύει στην ενάγουσα την πρόσβαση και χρήση, αρνούμενος να της χορηγήσει κλειδιά, παρότι του ζητήθηκε, με αποτέλεσμα να αποβάλλει έτσι την ενάγουσα από τη συννομή της επί κοινόχρηστου χώρου αυθαίρετα και χωρίς τη θέλησή της. Ότι η μισθωτική αξία των επίδικων κοινόκτητων χώρων του αστικού ακινήτου επί του οποίου βρίσκονται ως κατασκευές, των οποίων ο εναγόμενος ποιεί αποκλειστική χρήση, ανέρχεται σε 4 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς και το ύψος των μισθώσεων όμορων ιδιοκτησιών, η δε αποδοτέα ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αποκλειστική εκ μέρους του χρήση αυτών ανέρχεται σε 22,24 ευρώ μηνιαίως (5,56 τ.μ. x 4 ευρώ), ποσό που πρέπει να της αποδοθεί για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 2012, οπότε και ανεγέρθηκαν οι κατασκευές, μέχρι την 1η Νοεμβρίου 2018, προ της άσκησης της παρούσας αγωγής.

Με βάση τα ανωτέρω, ζητάει να καταδικαστεί ο εναγόμενος να της καταβάλει 1.712,48 ευρώ ως αποζημίωση αποκλειστικής χρήσης των επίκοινων για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (22,24 ευρώ μηνιαίως x 77 μήνες), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθώς και ποσό 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η ενάγουσα λόγω της αποβολής της από το επίδικο τμήμα της ταράτσας και της ταλαιπωρίας της να λαμβάνει συνεχείς υποσχέσεις περί άρσης της κατάληψης, ομοίως νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, επίσης ζητάει να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της ενάγουσας έξοδα.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπου βρίσκεται η δωσιδικία του εναγόμενου ιδιοκτήτη οροφοδιαμερίσματος και η τοποθεσία του επιδίκου ακινήτου (άρθρα 9, 14 παρ. 1 α΄ και γ΄, 22 και 29 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία των άρθρων 208 επ. ΚΠολΔ και απορριπτομένων όσων αντίθετα προέβαλε ο εναγόμενος περί ανεξαρτήτως ποσού υλικής αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου για την εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς κατ’ άρθρο 17 παρ. 3 ΚΠολΔ ως απορρέουσα από τη σχέση οροφοκτησίας μεταξύ ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων για τον λόγο ότι η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 γ ΚΠολΔ που ορίζει αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων βάσει ποσού αφορά μόνο τις διαφορές των ιδιοκτητών διαμερισμάτων σχετικά με τις κοινόχρηστες δαπάνες, αφού αντίθετα, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση της παραπάνω διάταξης ορίζεται σωρευτικά ως εφαρμοστέα τόσο στις διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας εν γένει όσο και στις διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων που αφορούν κοινόχρηστες δαπάνες, εφόσον η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ.

Επίσης, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα σχετικά στο πρώτο μέρος της μείζονας σκέψης, απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του εναγόμενου, καθώς και νόμιμη κατά αμφότερες τις σωρευόμενες αντικειμενικά κύριες βάσεις της επί των περί αδικοπραξιών διατάξεων και επί των περί κοινωνίας δικαιώματος διατάξεων, αποκλειστικά και μόνο ωστόσο για το 50% του αιτούμενου ποσού αποδοτέας ωφέλειας στο οποίο και αντιστοιχεί κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά μερίδιο της ενάγουσας επί του επίκοινου, ως στηριζόμενη στα άρθρα 785, 786, 787, 961, 962, 974, 984, 987, 1000, 1113, 914, 932, 346 ΑΚ, 907, 908, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Αντίθετα, απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει και η επικουρική βάση της αγωγής επί των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ, αφού, σύμφωνα και με όσα αναλύονται στη μείζονα σκέψη, η αναζήτηση της ένδικης ωφέλειας τελεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα της απόδοσης του πλουτισμού του εναγόμενου, που έκανε την αποκλειστική χρήση, βάσει των περί κοινωνίας δικαιώματος διατάξεων της κύριας βάσης της αγωγής, ενώ προς θεμελίωση της εν λόγω επικουρικής βάσης δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά άλλα από αυτά επί των οποίων ερείδεται η προαναφερόμενη κύρια νομική βάση της κοινωνίας δικαιώματος, η οποία και μπορεί να αποτελέσει νόμιμη αιτία πλουτισμού (ΑΠ 1326/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 922/2007 ΕλλΔνη 50 (2009)· 1739, ΕφΔωδεκ 58/2015 και ΕφΠειρ 492/2014 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα η αγωγή, αφού καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες επιβαρύνσεις (βλ προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …/…/0023 ηλεκτρονικό παράβολο αγωγοσήμου).

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγόμενου, με τις προτάσεις που νομότυπα κατέθεσε, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών του, συνομολόγησε την αγωγή καθόσον αφορά την υφιστάμενη κοινωνία δικαιώματος επί της επίδικης ταράτσας, ως προς τα εκτιθέμενα ποσοστά συνιδιοκτησίας επί των κοινόκτητων και ως προς τον εκτιθέμενο τρόπο κτήσης τους. Κατά τα λοιπά, αρνήθηκε αιτιολογημένα την αγωγή, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μισθωτική αξία των επίδικων κατασκευών, και, πέραν των ισχυρισμών του περί καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς και περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω αοριστίας, επί των οποίων ήδη κρίθηκε ανωτέρω απορριπτικά, περαιτέρω προέβαλε:

1) Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος διότι η ενάγουσα άσκησε την κρινόμενη αγωγή ως αντεκδίκηση για την διαμαρτυρία που εξέφρασε ο εναγόμενος σε προσπάθειά της να ιδιοποιηθεί ολόκληρο τον κοινόχρηστο χώρο του υπογείου της πολυκατοικίας, όπου η ίδια έχει τοποθετήσει λέβητα θέρμανσης για το δικό της διαμέρισμα, ενώ από το 2008, οπότε και έλαβε στην πραγματικότητα χώρα η εγκατάσταση των κατασκευών του εναγόμενου στην ταράτσα, μέχρι και τον Ιούλιο 2018, οπότε την όχλησε εξωδίκως ο εναγόμενος για τον αυθαίρετο αποκλεισμό του από το κοινόχρηστο υπόγειο, ουδέποτε προηγήθηκε συμπεριφορά της ενάγουσας που να εκφράζει την οποιαδήποτε αντίρρηση ή διαμαρτυρία για την ύπαρξη των επίδικων κατασκευών, ούτε και υπόνοια ότι παραβλάπτουν αυτές τη σύγχρηση της ταράτσας ή έχουν άλλη αρνητική επίδραση στην οικοδομή, επί της οποίας δεν υφίσταται άλλος πρόσφορος χώρος για την τοποθέτηση των επίδικων κατασκευών θέρμανσης του διαμερίσματός του. Η ένσταση αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, αφού τα εκτιθέμενα περιστατικά επί των οποίων επιχειρείται η στήριξή της, και αληθή υποτιθέμενα, δεν θεμελιώνουν την έννοια της διάταξης του άρθρου ΑΚ 281, εκτιμάται δε ως αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Σε κάθε δε περίπτωση, η ίδια ένσταση τυγχάνει επιπροσθέτως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, αφού ουδόλως παρατίθενται τα αναγκαία, σύμφωνα και με τα αναλυτικά αναφερόμενα στο δεύτερο σκέλος της μείζονας σκέψης, στοιχεία προς στήριξη της αποδυνάμωσης του δικαιώματος της ενάγουσας και δη τα πρόσθετα περιστατικά και ειδικές συνθήκες πέραν της προηγηθείσας αδράνειας της δικαιούχου, ούτε άλλωστε εκτίθενται τυχόν δυσμενείς συνέπειες που υφίσταται ο ίδιος ο εναγόμενος από την άσκηση του δικαιώματος αναζήτησης εκ μέρους της ενάγουσας αποζημίωσης χρήσης των επίκοινων κατασκευών, οι οποίες τυγχάνουν αμιγώς οικονομικής φύσης, ενόψει του χρηματικού αντικειμένου των σχετικών ωφελημάτων ως μισθωτική αξία.

2) Ένσταση παραγραφής των ένδικων απαιτήσεων αποζημίωσης τόσο όσον αφορά την περί αδικοπραξιών νομική βάση όσο και τη βάση της κοινωνίας δικαιώματος για ωφέλεια από αποκλειστική χρήση του κοινού που αφορούν στο ένδικο χρονικό διάστημα, καθότι, οι απαιτήσεις από αδικοπραξία αλλά και τα ωφελήματα, ως περιοδικά επαναλαμβανόμενες πρόσοδοι, υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, αρχόμενη από τη λήξη του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, ήτοι εν προκειμένω, ακόμα κι εάν ήθελε θεωρηθεί ότι οι επίδικες κατασκευές πραγματοποιήθηκαν τον Ιούλιο 2012, και όχι νωρίτερα το έτος 2008, ο χρόνος της παραγραφής εκκινεί από 31.12.2012 και συμπληρώνεται στις 31.12.2017, η δε υπό κρίση αγωγή ολοκληρώθηκε ως προς την άσκησή της με επίδοση στις 28.12.2018. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη για μέρος τουλάχιστον των αιτούμενων αγωγικών κονδυλίων, ως στηριζόμενη στα άρθρα 937 ΑΚ, 250 αρ. 17, 251 και 253 ΑΚ, πρέπει επομένως να εξεταστεί κατ’ ουσία.

[…]. Η ενάγουσα έχει στην αποκλειστική της κυριότητα, νομή και κατοχή δυνάμει του υπ’ αριθ. …/4.12.1997 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …, νόμιμα μεταγεγραμμένου, ένα διαμέρισμα επιφάνειας 70 τμ, που καταλαμβάνει ολόκληρο τον ισόγειο όροφο διώροφης μετά υπογείου και ταράτσας οικοδομής που βρίσκεται στην … Αττικής επί της οδού … αρ. ….

Ο εναγόμενος αντίστοιχα έχει στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή του δυνάμει του υπ’ αριθ. …/30.11.1998 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …, νόμιμα μεταγεγραμμένου, το διαμέρισμα επιφάνειας 70 τμ του πρώτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας.

Με την δε υπ’ αριθ. …/7.9.1959 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών … και του συμπράξαντος συναδέρφου του …, όπως αμφότερες οι αντίδικες στην κρινόμενη υπόθεση πλευρές συνομολογούν, είχε υπαχθεί το ως άνω ακίνητο στο Ν 3741/1929, συστάθηκε κάθετη επί του οικοπέδου και οριζόντιες ιδιοκτησίες επί της πολυκατοικίας και ορίστηκε ότι ο ιδιοκτήτης κάθε αυτοτελούς διαμερίσματος θα έχει δικαίωμα χρήσης κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε όλους τους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους της οικοδομής, ήτοι εν προκειμένω στο υπόγειο και την ταράτσα του κτιρίου, ενώ επίσης το δικαίωμα προσθήκης νέων ορόφων θα ανήκει σε αμφότερους εξ’ ημισείας.

Τον Ιούνιο του 2012 ο εναγόμενος κατασκεύασε στην κοινόχρηστη ταράτσα του κτιρίου μία αποθήκη επιφάνειας 4,56 τμ εντός της οποίας εγκατέστησε λέβητα θέρμανσης για το διαμέρισμά του, καθώς και τοποθέτησε σε απόσταση ασφαλείας επί της ίδιας ταράτσας δεξαμενή πετρελαίου επιφάνειας 1 τμ, όπως περί του χρόνου ανέγερσης των κατασκευών το εν λόγω έτος 2012 και όχι το 2008, όπως αντίθετα ισχυρίστηκε ο εναγόμενος, αποδείχθηκε ελλείψει προσκόμισης σχετικών με τις συγκεκριμένες κατασκευές αποδεικτικών στοιχείων, αφού τα προσκομισθέντα παραστατικά αφορούν την εγκατάσταση έτερου, χωριστού και αυτοτελούς μηχανήματος και συγκεκριμένα ενός ηλιακού θερμοσίφωνα «…» που αγοράστηκε από τον εναγόμενο τον Οκτώβριο – Νοέμβριο 2008.

Οι ένδικες κατασκευές, παρότι τοποθετήθηκαν στον κατά κοινή ομολογία των διαδίκων κοινόχρηστο χώρο της ταράτσας του κτιρίου και αποτελούν παραρτήματα αυτής, επομένως επ’ αυτών ισχύει το προαναφερόμενο ποσοστό συνιδιοκτησίας του 50% εξ αδιαιρέτου για καθέναν των διαδίκων συγκοινωνών της ταράτσας, εξυπηρετούν αποκλειστικά τις ανάγκες θέρμανσης του διαμερίσματος του εναγόμενου, ενώ αντίστοιχα, η ενάγουσα έχει τοποθετήσει τον δικό της καυστήρα πετρελαίου, για την εξυπηρέτηση του διαμερίσματος ιδιοκτησίας της, στο κοινόχρηστο και κοινόκτητο ομοίως κατά το προαναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου υπόγειο της διπλοκατοικίας.

Επί των επίδικων κατασκευών, ο προορισμός των οποίων ουδόλως αμφισβητήθηκε, αλλά αντίθετα ιστορείται ρητά και από την ίδια την ενάγουσα στην αγωγή της, ότι αφορά αποκλειστικά την εξυπηρέτηση του διαμερίσματος του εναγόμενου, πρόσβαση και συγκεκριμένα κλειδί για την είσοδο στον χώρο της αποθήκης όπου βρίσκεται ο λέβητας, έχει μόνο ο εναγόμενος χρήστης της, αρνούμενος να χορηγήσει αντικλείδι στην ενάγουσα, η οποία κατά τα λοιπά ουδέποτε στερήθηκε με ενέργειες ή παραλείψεις του εναγόμενου την πρόσβαση στον χώρο της κοινόκτητης ταράτσας εν γένει, καθώς και τη σύγχρηση αυτής, ούτε άλλωστε παραπονείται η ενάγουσα περί αποβολής της εκ του εν λόγω ευρύτερου κοινόχρηστου μέρους της οικοδομής.

Πλην όμως, παρότι η ενάγουσα αξιώνει, όπως νόμιμα δικαιούται κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, να της αποδοθεί η κατ’ αναλογία του μεριδίου της του 50% εξ αδιαιρέτου ως συγκοινωνού των επίδικων παραρτημάτων της ταράτσας μισθωτική αξία, ως ωφέλεια που ο εναγόμενος αποκόμισε από την αποκλειστική εκ μέρους του χρήση αυτών, στην προκειμένη περίπτωση κρίνεται ότι ουδεμία αποστέρηση ωφέλειας δύναται να υπάρξει για την ενάγουσα από τη χρήση των εν λόγω κατασκευών, και δη συνιστάμενη σε μισθωτική αξία των κατασκευών, αφού αυτές εν τοις πράγμασι δεν μπορούν να εκμισθωθούν σε τρίτους, καθόσον κανένας άλλος, εκτός από τον εναγόμενο, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο τον λέβητα και τη δεξαμενή πετρελαίου που είναι συνδεδεμένοι λειτουργικά με το διαμέρισμά του.

Μίσθωση δε πράγματος μη δυναμένου να χρησιμοποιηθεί από τον μισθωτή δεν νοείται, αφού, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας στις συναλλαγές, δεν θα μπορούσε να προσελκύσει καν μισθωτικό ενδιαφέρον κινητό ή ακίνητο αντικείμενο που προορίζεται για συγκεκριμένη μόνο χρήση και, επιπροσθέτως λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ούτε για εναλλακτική χρήση από την αρχικά προβλεφθείσα, όπως αδιαμφισβήτητα συμβαίνει εν προκειμένω τόσο για την ένδικη δεξαμενή πετρελαίου εμβαδού 1 τ.μ., αυτονοήτως, όσο και για την επιφάνειας 4,56 τμ αποθήκη όπου φιλοξενείται ο λέβητας θέρμανσης.

Ομοίως, δεν μπορεί να νοηθεί η ζημία που τυχόν θα μπορούσε να υποστεί η ενάγουσα ως συγκοινωνός των επίδικων τμημάτων κοινόχρηστου χώρου από την αποκλειστική εκ μέρους του εναγόμενου χρήση τους, η οποία ζημία, τονίζεται ότι θα μπορούσε να συνίσταται και πάλι στην απώλεια εσόδων από την εκμετάλλευση από έναν μόνο συγκοινωνό (τον εναγόμενο) των κατασκευών ως παραρτημάτων της κοινόχρηστης ταράτσας δια της μίσθωσής τους προς τρίτους, πράγμα που, όπως προαναφέρθηκε, ούτε συμβαίνει, ούτε και δύναται όμως να συμβεί ενόψει της αποδεδειγμένης ως άνω χρησιμότητας των κατασκευών αμιγώς για την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης του διαμερίσματος του εναγόμενου.

Αφ’ ης στιγμής δε, η ενάγουσα αφενός ανέχτηκε την ανέγερση αλλά και την διατήρηση επί μακρό χρόνο στην κοινόχρηστη ταράτσα του κτιρίου κατασκευών που εξαρχής γνώριζε ότι προορίζονται για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά του συγκοινωνού της εναγόμενου, προδήλως έχοντας υπόψη ότι και η ίδια έχει εγκαταστημένες στον εξίσου κοινόχρηστο χώρο του υπογείου τις αντίστοιχες κατασκευές για την εξυπηρέτηση του δικού της μόνο διαμερίσματος, αφετέρου δε, γνωρίζοντας ότι ο εναγόμενος ουδόλως αξίωσε οικονομική συμμετοχή της στις δαπάνες τοποθέτησης και συντήρησης των εν λόγω προοριζόμενων για αποκλειστική του χρήση κατασκευών, προφασιζόμενος τον τύποις κοινόχρηστο κατά 50% χαρακτήρα τους, συνάγεται ότι προϋπήρχε εξαρχής μεταξύ τους σχετική συνεννόηση και επομένως ουδεμία περίπτωση αυθαίρετης αποβολής ή άλλης προσβολής της νομής της ενάγουσας συντρέχει, ούτε και αδικοπρακτική εν γένει συμπεριφορά του εναγόμενου μπορεί να θεμελιωθεί.

Αντίθετα μάλιστα, παρότι δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης η απόδοση της νομής της ενάγουσας κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας της στα επίδικα επίκοινα πράγματα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αμφιλεγόμενο τυγχάνει ακόμα και αυτό το οποιοδήποτε πρακτικό ή έννομο συμφέρον της να έχει πρόσβαση σε χώρο, που παρότι τυγχάνει κοινόχρηστος, η ίδια εν γνώσει της δεν δύναται να χρησιμοποιήσει, ώστε να έχει αντικείμενο και η απαίτηση χορήγησης κλειδιών.

Καθόσον δε, στο πλαίσιο των αιτούμενων με την κρινόμενη αγωγή, αποδείχτηκε πρωτίστως ότι ούτε ωφέλεια συνιστάμενη στην μισθωτική αξία από την αποκλειστική χρήση επίκοινου από τον έναν μόνο συγκοινωνό υφίσταται εν προκειμένω, ακριβώς λόγω του ότι τα επίδικα δεν είναι επιδεκτικά μίσθωσης, ως εξαρχής προοριζόμενα για συγκεκριμένη ιδιωτική χρήση πράγματα, ούτε και αντίστοιχη ζημία της έτερης συγκοινωνού ενάγουσας θεμελιώνεται στην αποστέρηση της οικονομικής εκμετάλλευσης των ίδιων ανεπίδεκτων μίσθωσης κατασκευών, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί εξ ολοκλήρου ως αβάσιμη στην ουσία κατά αμφότερες τις νομικές της βάσεις, παρέλκουσας της εξέτασης κάθε άλλης νόμιμα προβληθείσας ένστασης, και η ενάγουσα να καταδικαστεί λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγόμενου, κατόπιν υποβολής σχετικού νομίμου αιτήματος του τελευταίου δια του δικογράφου των προτάσεών του (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).