Αναγνώριση χρέους μέσω e-mail – Δημοσίευση απόφασης του γραφείου μας στον νομικό τύπο

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (5/2020) του έγκριτου νομικού περιοδικού Εφαρμογές Αστικού Δικαίου & Πολιτικής Δικονομίας. Στο τεύχος (σελ. 508) δημοσιεύεται η με αριθμό 13/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αιγιαλείας, στη δίκη της οποίας το γραφείο μας εκπροσώπησε επιτυχώς την εναγομένη εταιρεία. Η απόφαση πραγματεύεται το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορεί να συναφθεί σύμβαση αναγνώρισης χρέους μέσω μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (e-mail). Η απόφαση, όπως δημοσιεύεται στο περιοδικό, έχει ως εξής (περίληψη και κυρίως κείμενο):

Αιτιώδης αναγνώριση χρέους με την οποία επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα με την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 ΑΚ). Δεν συνάπτεται σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους με την αποστολή από την οφειλέτρια – εναγομένη προς τον δανειστή – ενάγοντα μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (e-mail) με συνημμένη λογιστική καρτέλα στην οποία αναφέρεται οφειλή, αν στο email δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε έκφραση δηλωτική της βούλησης της εναγομένης να συνάψει σύμβαση αναγνώρισης χρέους και μάλιστα δημιουργώντας νέα ενοχή εις βάρος της.

Διατάξεις: άρθρο 361 ΑΚ

Η σύμβαση, διά της οποίας κάποιος αναγνωρίζει υποχρέωση εξ ορισμένης αιτίας, δεν προβλέπεται ρητώς από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, πλην, όμως, ισχύει βάσει του άρθρου 361 ΑΚ, με το οποίο καθιερώνεται η ελευθερία των συμβάσεων. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873-875 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται ατύπως όταν είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους, με την έννοια ότι τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν με αυτή νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας (άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔ) είτε στη διακοπή της παραγραφής (άρθρο 260 ΑΚ) ή σε ανάλογα νομικά αποτελέσματα κατά τα άρθρα λ.χ. 156, 272 παρ. 2 ΑΚ, είτε γενικότερα στην αποσαφήνιση ή στη διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση (ΑΠ 304/2010 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά κανόνα, όμως, με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα με την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 ΑΚ) και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία, νέα ενοχή, δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης (ΑΠ 1663/2013, 1279/2012, 962/2012). Γενικώς αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συμβάσεως, εάν η με αυτήν επερχομένη αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή μη την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και εάν κατά την περίπτωση αυτήν ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις αφορώσες την αρχική σχέση, η οποία πρέπει, καταρχήν να είναι έγκυρη (βλ. ΑΠ 598/2017 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1507/2014 σε ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 654/2014, ΑΠ 713/2012 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 497/2012, ΑΠ 843/2000 και ΑΠ 595/1999 σε ΤΝΠ Ισοκράτης).

Για το ορισμένο της αγωγής, η οποία στηρίζεται επί της αιτιώδους ανα-γνωρίσεως χρέους αρκεί, κατ’ άρθρον 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, πλην άλλων, να εξιστορούνται με αυτήν τα πραγματικά περιστατικά της αναγνωριζομένης ενοχής, τα οποία είναι αναγκαία για την άρση πάσης αμφιβολίας αναφορικώς προς την ταυτότητα της μεταξύ αυτών υφισταμένης ενοχής, την οποίαν θέλησαν να βεβαιώσουν, και η βούληση αυτών για τη δημιουργία νέας ενοχής, δίχως να απαιτείται λεπτομερής εξιστόρηση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία συγκροτούν την αιτία του αναγνωριζομένου χρέους (βλ. ΑΠ 1279/2012 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 523/2001 σε ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΔωδ 72/2018 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 430/2009 και ΕφΛαρ 515/2009 σε ΤΝΠ Ισοκράτης). Η παραπάνω αξίωση από αιτιώδη αναγνώριση χρέους υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή (βλ. ΑΠ 11/2005 ΕλλΔνη 46.836, ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 42.159, ΑΠ 595/1999 ΕλλΔνη 41.34).

Από τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι απαραίτητο στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή εάν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από νόμιμη αιτία. Έτσι, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία τη εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσεως αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της ως άνω επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1070/2018 και ΑΠ 305/2010 σε ΤΝΠ Νόμος).

Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 361 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή και η καταβαλλόμενη παροχή δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων, τότε ο προσδιορισμός του εξοφλούμενου χρέους θα γίνει με βάση την τυχόν συμφωνία των μερών, ελλείψει δε τέτοιας συμφωνίας, ο προσδιορισμός αυτός θα γίνει μονομερώς από τον οφειλέτη, κατά την καταβολή, ενώ, σε περίπτωση που ούτε ο οφειλέτης άσκησε το εν λόγω δικαίωμα επιλογής, η παροχή θα καταλογισθεί με τη σειρά που ορίζει το εδ. β΄ του άρθρου 422 ΑΚ. Ενόψει έτσι και της ρυθμίσεως του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο μεν εναγόμενος (οφειλέτης), προτείνων την ένσταση εξοφλήσεως του επίδικου χρέους με καταβολή, πρέπει (και αρκεί), για την ουσιαστική βασιμότητα της ενστάσεώς του, να αποδέιξει με την καταβολή, ο δε ενάγων (δανειστής), ισχυριζόμενος, κατ΄ αντένσταση, ότι υπάρχουν και άλλα χρέη και ότι η καταβληθείσα παροχή δεν αφορούσε στο επίδικο αλλά σε άλλο ληξιπρόθεσμο χρέος, φέρει το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως του άλλου χρέους (ΑΠ 1977/2009 σε ΤΝΠ Ισοκράτης).

Με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι ο πατέρας του …, ελαιοπαραγωγός, συνεργαζόταν με την αμερικάνικη εταιρεία …, την οποία προμήθευε με τυποποιημένα προϊόντα του, που έφεραν το εμπορικό σήμα …. Ότι η ως άνω εταιρεία επιθυμούσε να εισαγάγει βιολογικό ελαιόλαδο και για το λόγο αυτό από το 2003 ο πατέρας του άρχισε να συνεργάζεται με την εναγομένη εταιρεία, η οποία θα προμήθευε απευθείας την αμερικάνικη εταιρεία με βιολογικό ελαιόλαδο που θα έφερε το ως άνω εμπορικό του σήμα.

Ότι η χρήση του σήματος θα γινόταν έναντι αμοιβής, την οποία θα επιβαρυνόταν η αμερικάνικη εταιρεία, αφού θα ενσωματωνόταν στα τιμολόγια πώλησης του βιολογικού ελαιολάδου που θα εξέδιδε η εναγομένη.

Ότι προκειμένου ο πατέρας του να δικαιολογεί φορολογικά την αμοιβή του από την ως άνω συμφωνία, εξέδιδε ισόποσα της αμοιβής του φορολογικά παραστατικά στο όνομα της εναγομένης, τα οποία τυπικά εμφανίζονταν να αφορούν την πώληση υλικών συσκευασίας.

Ότι η συνεργασία αυτή λειτούργησε μέχρι και το Δεκέμβριο του 2008, όταν η εναγομένη εταιρεία επέδειξε κακοπιστία και αντισυμβατική συμπεριφορά, συνεχίζοντας να συνεργάζεται κρυφά με την αμερικάνικη εταιρεία και να χρησιμοποιεί το εμπορικό σήμα του πατέρα του.

Ότι από τη συνεργασία τους το έτος 2007, η εναγομένη όφειλε στον πατέρα του ενάγοντος το ποσό των ευρώ εν-νέα χιλιάδων πενήντα εννέα και λεπτών σαράντα ενός (€ 9.059,41). Ότι στις 30.08.2012 η εναγομένη εταιρεία απέστειλε στον πατέρα του εναγομένου μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με τίτλο «2007. …» και συνημμένο το αρχείο – καρτέλα πελάτη με τον ομώνυμο τίτλο. Ότι στην καρτέλα αυτή, αναγραφόταν η οφειλή της εναγομένης στον πατέρα του, ποσού ευρώ εννέα χιλιάδων πενήντα εννέα και λεπτών σαράντα ενός (€ 9.059,41).

Ότι με την αποστολή της ως άνω ηλεκτρονικής επιστολής συνήφθη μεταξύ της εναγομένης και του πατέρα του σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους με αντικείμενο τη δημιουργία νέας ενοχής, απαλλαγμένης από τα ελαττώματα της αρχικής αιτίας (τιμολόγια πώλησης). ‘Οτι δυνάμει της από … έγγραφης σύμβασης, ο πατέρας του εκχώρησε στον ενάγοντα την ως άνω απαίτησή του. ‘Οτι η εναγομένη ουδέποτε εξόφλησε την ως άνω οφειλή της.

Με βάση αυτό το ιστορικό και με κύρια βάση τη συμβατική ευθύνη από τη σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους και επικουρική τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ο ενάγων ζητεί με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των ευρώ εννέα χιλιάδων πενήντα εννέα και λεπτών σαράντα ενός (€ 9.059,41), νομιμοτόκως από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης αναγνώρισης, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικασθεί στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Με τις εμπροθέσμως και νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, ο ενάγων περιόρισε παραδεκτά και νόμιμα (άρθρα 223 ΚΠολΔ και 33 Ν 4446/2016) το αίτημα καταβολής του ποσού των ευρώ εννέα χιλιάδων πενήντα εννέα και λεπτών σαράντα ενός ( € 9.059,41) από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή κατά την κύρια βάση της αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 14 παρ.1α, 33 και 42 ΚΠολΔ). Κατά την επικουρική της, όμως, βάση, η ένδικη αγωγή είναι αόριστη, όπως βασίμως ενίσταται η εναγομένη, και συνεπώς απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθώς ο ενάγων παραλείπει να προβεί έστω και σε απλή επίκληση της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης, προκειμένου να θεμελιώσει την επικουρική του βάση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας.

Περαιτέρω, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 340 και 345, 455επ. ΑΚ, 176επ. ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί έναρξης των τόκων από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης αναγνώρισης. Το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, αφού ο ενάγων δεν επικαλείται ότι η ημέρα σύναψης της σύμβασης ήταν και δήλη ημέρα (άρθρο 341 ΑΚ) για την εξόφληση του αναγνωριζόμενου χρέους. Ομοίως μη νόμιμο και συνεπώς απορριπτέο είναι το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως προσωρινώς εκτελεστής της αποφάσεως, δεδομένου ότι αυτό συνάδει με καταψηφιστικού χαρακτήρα αποφάσεις κι όχι αναγνωριστικού ως εν προκειμένω, μετά τη νομότυπη μετατροπή του αγωγικού αιτήματος. Κατά το μέρος, λοιπόν, που κρίθηκε νόμιμη, η αγωγή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, η εναγομένη αρνείται τη διά της αποστολής του επίδικου μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σύναψη αιτιώδους αναγνώρισης χρέους και ισχυρίζεται ότι η αποστολή έγινε στο πλαίσιο ελέγχου των οικονομικών δοσοληψιών της με τον πατέρα του ενάγοντος. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι οι απαιτήσεις του πατέρα του ενάγοντος εκχωρήθηκαν αρχικά στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία « … ΟΕ», η οποία συστήθηκε με εισφορά της ατομικής επιχείρησης του … Επικουρικά δε και σε κάθε περίπτωση, προβάλλει ένσταση εξόφλησης μέρους της επίδικης οφειλής, ύφους € 7.800,00, επικαλούμενη τις λεπτομερώς περιγραφόμενες στις προτάσεις της καταβολές που έγιναν εν μέρει στον πατέρα του ενάγοντος και εν μέρει στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία … (κατά τους ισχυρισμούς της εκδοχέα των απαιτήσεων). Η ένσταση αυτή είναι παραδεκτή και νόμιμη και θα πρέπει να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητά της. Ο ενάγων, χωρίς να βάλει ως προς τη δυνατότητα της εναγομένης να προβάλλει μία τέτοια ένσταση, αρνείται την ένσταση αυτή ως προς την ουσία της, και αντενίσταται ότι οι επικαλούμενες από την εναγομένη καταβολές αφορούν άλλα χρέη της προς τον πατέρα του, τα οποία, όμως, ουδόλως προσδιορίζει κατά ποσό και αιτία. Συνεπώς, η αντένστασή του αυτή είναι απαράδεκτη ως αόριστη και συνακόλουθα απορριπτέα.

Από την υπ’ αριθμ. …/14.03.2019 ένορκη βεβαίωση της … που ελήφθη ενώπιον του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης … και προσκομίζεται νομίμως και μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα, από όλα τα έγγραφα τα οποία νόμιμα οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλειφθεί κανένα κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο πατέρας του ενάγοντος, …, δραστηριοποιείτο στον τομέα της παραγωγής ελαιολάδου. Μία δε από τις συνεργασίες του ήταν με την αμερικάνικη εταιρεία … Οι διάδικοι συνομολογούν ότι στο πλαίσιο της ως άνω συνεργασίας υπήρξε και συνεργασία μεταξύ του πατέρα του ενάγοντος και της εναγομένης και ότι κατά το έτος 2007 δημιουργήθηκε απαίτηση του πρώτου κατά της δεύτερης, συνολικού ποσού ευρώ εννέα χιλιάδων πενήντα εννέα και λεπτών σαράντα ενός (€ 9.059,41). Η απαίτηση αυτή δεν εκχωρήθηκε στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία … που σύστησαν οι γονείς του ενάγοντος … με εισφορά της ατομικής επιχείρησης του πατέρα του (δικαιούχου της ως άνω απαίτησης). Τούτο διότι σύμφωνα με το από … καταστατικό σύστασης της ως άνω ομορρύθμου εταιρείας, που νομίμως και μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο ενάγων, προκύπτει ότι σε αυτήν εισφέρθηκε μόνο ο πάγιος εξοπλισμός και τα εμπορεύματα της ατομικής επιχείρησης του πατέρα του ενάγοντος, και όχι τυχόν απαιτήσεις του.

Περαιτέρω, οι διάδικοι συνομολογούν ότι στις 30.08.2012, η εναγομένη απέστειλε την με ίδια ημεροχρονολογία ηλεκτρονική επιστολή στον πατέρα του ενάγοντος. Η ηλεκτρονική αυτή επιστολή είχε τίτλο … και το ακόλουθο αυτοματοποιημένο περιεχόμενο «Το μήνυμα είναι έτοιμο για αποστολή με τα ακόλουθα συνημμένα αρχεία ή συνδέσεις: …». Σε αυτήν επισυναπτόταν η με αριθμό …. καρτέλα πελάτη για το έτος 2007, η οποία περιείχε έξι εγγραφές: α) η πρώτη ποσού ευρώ δέκα χιλιάδων οκτακοσίων δεκατριών (€ 10.813,00), καταχωρισθείσα την 01.01.2007 με αιτιολογία «υπόλοιπο», β) η δεύτερη πιστωτική, ποσού ευρώ χιλίων πεντακοσίων είκοσι τεσσάρων (€ 1.524,00), καταχωρισθείσα την 01.05.2007 με αιτιολογία «ΤΙΜ 65», γ) η τρίτη πιστωτική, ποσού ευρώ εξακοσίων εβδομήντα πέντε και λεπτών ενενήντα έξι (€ 675,96), καταχωρισθείσα την 01.07.2007 με αιτιολογία «ΤΙΜ 87», δ) η τέταρτη χρεωστική, ποσού ευρώ πέντε χιλιάδων (€ 5.000,00), καταχωρισθείσα την 16.07.2007 με αιτιολογία «ΑΠ.ΠΛΗΡΩΜΗΣ 327», ε) η πέμπτη πιστωτική, ποσού ευρώ τεσσάρων χιλιάδων σαράντα έξι (€ 4.046,00), καταχωρισθείσα την 25.07.2007 με αιτιολογία «ΤΙΜ. Π.Y. 4» και στ) η έκτη χρεωστική, ποσού ευρώ τριών χιλιάδων (€ 3.000,00), καταχωρισθείσα την 21.08.2007 με αιτιολογία «ΑΠ.ΠΛ/397». Ως τελικό δε υπόλοιπο προς μεταφορά αναφερόταν το ποσό των ευρώ εννέα χιλιάδων πενήντα εννέα και λεπτών σαράντα ενός (€ 9.059,41).

Ακολούθως, δυνάμει του από 11.10.2012 ιδιωτικού συμφωνητικού εκχώρησης απαιτήσεων που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος, του πατέρα του και της ομόρρυθμης εταιρείας …, οι δύο τελευταίοι εκχώρησαν στον πρώτο το σύνολο των απαιτήσεών τους που διατηρούσαν δυνάμει συμβάσεών τους με τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Μεταξύ των εκχωρηθεισών απαιτήσεων ήταν και αυτή του πατέρα του ενάγοντος έναντι της εναγομένης «ποσού ευρώ εννέα χιλιάδων πενήντα εννέα και λεπτών σαράντα ενός (€ 9.059,41) ή όση ήθελε κριθεί δικαστικά ότι είναι», όπως επί λέξει αναφέρεται στον πρώτο όρο του εν λόγω συμφωνητικού. Μετά την αποστολή της προαναφερθείσας ηλεκτρονικής επιστολής, ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται οποιαδήποτε καταβολή. Ομοίως, οι διάδικοι δεν επικαλούνται και οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία μέχρι το καλοκαίρι του 2017, όταν ο πατέρας του ενάγοντος απέστειλε στην εναγομένη τις από …, … και … ηλεκτρονικές επιστολές. Στην πρώτη εξ αυτών επισύναπτε στοιχεία των ετών 2003-2007 από το Κέντρο Πληροφορικής τον Υπουργείου Οικονομικών (ΚΕ.Π.Υ.Ο.), με τη δεύτερη ζητούσε τις αποδείξεις δύο τραπεζικών καταθέσεων που έλαβαν χώρα στις 07.10.2005 και στις 21.08.2007, αντιστοίχως, και στην τρίτη επισύναπτε ένα τιμολόγιο. Σε απάντηση της πρώτης επιστολής, η εναγομένη απέστειλε την από 19.10.2017 ηλεκτρονική επιστολή της με την οποία ζητούσε τα στοιχεία από το ΚΕ.Π.Υ.Ο. και για το έτος 2008.

Επιπλέον, την ίδια περίοδο ο ενάγων, ο πατέρας του και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης, …, συναντήθηκαν στην έδρα της εναγομένης με αφορμή την αντιδικία του πατέρα του ενάγοντος με την αμερικάνικη εταιρεία …

O ενάγων ισχυρίζεται ότι με την προαναφερθείσα, από 30.08.2012, ηλεκτρονική επιστολή της εναγομένης με τίτλο …, η εναγομένη και ο πατέρας του συνήψαν σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους ποσού ευρώ εννέα χιλιάδων πενήντα εννέα και λεπτών σαράντα ενός (€ 9.059,41) με τη δη-μιουργία νέας ενοχής. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός κρίνεται αβάσιμος για τους ακόλουθους λόγους.

Καταρχάς, η προαναφερθείσα ηλεκτρονική επιστολή, η οποία άλλωστε περιείχε μόνον ένα αυτοματοποιημένο μήνυμα, δεν περιελάμβανε οποιοδήποτε έκφραση δηλωτική της βούλησης της εναγομένης να συνάψει σύμβαση αναγνώρισης χρέους και μάλιστα δημιουργώντας νέα ενοχή εις βάρος της.

Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, η εναγομένη σε κάθε περίπτωση ισχυρίζεται ότι έχει εξοφλήσει μέρος των οφειλών της από τις συναλλαγές του έτους 2007. Η ένσταση αυτή, ως προς το ποσό των ευρώ δύο χιλιάδων (€ 2.000,00) που κατέβαλε στην ομόρρυθμη εταιρεία …, κρίνεται αβάσιμη, αφού η ομόρρυθμη αυτή εταιρεία δεν ήταν εκδοχέας των απαιτήσεων του πατέρα του ενάγοντος, ώστε τυχόν καταβολές στην πρώτη να εξοφλούν οφειλές έναντι του δεύτερου. Ως προς το ποσό, όμως, των ευρώ πέντε χιλιάδων οκτακοσίων (€ 5.800,00) κρίνεται βάσιμη, αφού αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες νομίμως και μετ’ επικλήσεως αποδείξεις τραπεζικών καταθέσεων της τράπεζας …

Συγκεκριμένα, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα α) στις 24.12.2007 το ποσό των ευρώ δύο χιλιάδων (€ 2.000,00) με χρέωση του με αριθμό … τραπεζικού λογαριασμού της στην τράπεζα … και πίστωση του με αριθμό … τραπεζικού λογαριασμού του πατέρα του ενάγοντος που τηρείται στην ίδια τράπεζα, β) στις 05.02.2008 το ποσό των ευρώ δύο χιλιάδων (€ 2.000,00) με χρέωση του με αριθμό … τραπεζικού λογαριασμού της στην τράπεζα … και πίστωση του με αριθμό … τραπεζικού λογαριασμού τον πατέρα του ενάγοντος που τηρείται στην ίδια τράπεζα, γ) στις 18.09.2008 το ποσό των ευρώ οκτακοσίων (€ 800,00) με χρέωση του με αριθμό … τραπεζικού λογαριασμού της στην τράπεζα … και πίστωση του με αριθμό … τραπεζικού λογαριασμού του πατέρα του ενάγοντος που τηρείται στην ίδια τράπεζα και δ) στις 03.11.2008 το ποσό των ευρώ χιλίων (€ 1.000,00) με χρέωση του με αριθμό … τραπεζικού λογαριασμού της στην τράπεζα … και πίστωση του με αριθμό … τραπεζικού λογαριασμού του πατέρα του ενάγοντος που τηρείται στην ίδια τράπεζα.

Εφόσον, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη είχε εξοφλήσει μέρος της επίδικης οφειλής της, η αποστολή του ως άνω μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας δεν δύναται να θεωρηθεί ότι έγινε προς αναγνώριση ενός μερικώς εξοφλημένου χρέους. Εξάλλου, ο ίδιος ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή του ότι μετά το πέρας της συνεργασίας τού πατέρα του και της εναγομένης, η τελευταία επέδειξε αντισυμβατική και κακόπιστη συμπεριφορά, συνεχίζοντας παράνομα τη χρήση του εμπορικού σήματος …, που ανήκε στον πατέρα του, και βλάπτοντας έτσι σημαντικά τα οικονομικά συμφέροντα του τελευταίου. Εάν, λοιπόν, παρά την ύπαρξη μίας τέτοιου είδους συμπεριφοράς, η εναγομένη συμφωνούσε εντέλει στη σύναψη σύμβασης αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, ο ίδιος ο πατέρας του ενάγοντος δεν θα αρκείτο για τη συναφή της σε μία άνευ περιεχομένου ηλεκτρονική επιστολή.

Εάν δε η αληθής βούληση της εναγομένης ήταν η, ανεξαρτήτως τυχόν προηγούμενων καταβολών, αναγνώριση του συνόλου των οφειλών της από το έτος 2007 και μάλιστα λίγους μήνες πριν την παραγραφή τους, τότε θα ανέμενε κανείς την έστω και μερική καταβολή των οφειλόμενων ποσών και σε περίπτωση έλλειψης αυτής, τη συνεχή όχληση της εναγομένης από τον ενάγοντα ή τον πατέρα του. Ωστόσο, ουδέν ποσό καταβλήθηκε μετά τις 30.08.2012, ουδεμία επιστολή όχλησης απεστάλη, στη δε επικοινωνία μεταξύ του πατέρα του ενάγοντος και της εναγομένης κατά το καλοκαίρι του 2017, ουδείς λόγος γίνεται για την επίδικη σύμβαση, παρά μόνο ανταλλάσσονται οικονομικά στοιχεία και καταστάσεις του ΚΕ Π.Υ.Ο.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν αποδείχθηκε η σύναψη της επίδικης σύμβασης, η υπό κρίση αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Επιπλέον, ο ενάγων πρέπει λόγω της ήττας του να καταδικαστεί σε πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της νικήσασας εναγομένης, κατά το νόμιμο αίτημά της και σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (176, 184, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).