Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (2/2025) του έγκριτου νομικού περιοδικού Επιθεώρηση του Εμπορικού Δικαίου (ΕΕμπΔ). Στο τεύχος (σελ. 487 επ.) δημοσιεύεται η με αριθμό 29/2025 απόφαση του Αρείου Πάγου, στην οποία το γραφείο μας εκπροσώπησε επιτυχώς τους αναιρεσείοντες που είχαν αιτηθεί την υπαγωγή τους στον Ν 3869/2010 (που έχει επικρατήσει να αποκαλείται «Νόμος Κατσέλη»).
Η απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την απόφαση του ως εφετείου δικάσαντος πρωτοδικείου που είχε απορρίψει τη αίτηση υπαγωγής, πραγματεύεται κρίσιμα και ευρύτερης σημασίας ζητήματα του Ν 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, όπως το θέμα της έννοιας της μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών. Ως δημοσιεύεται στο ανωτέρω επιστημονικό περιοδικό, έχει κατά περίληψη και κυρίως κείμενο ως εξής:
Εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 ως προς το ζήτημα της περιέλευσης των αιτούντων – αναιρεσειόντων σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής. Αξιολόγηση της σχέσεως ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών. Ανεπαρκείς αιτιολογίες. Αυθαίρετος και υποθετικός προσδιορισμός από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ποσού μισθώματος που λαμβάνουν οι αιτούντες – αναιρεσείοντες, χωρίς παραδοχή περί εικονικότητας της σύμβασης μίσθωσης ως προς το ύψος του μισθώματος. Ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ύψος των βιοτικών αναγκών των αιτούντων – αναιρεσειόντων. Παραδοχή αναιρετικού λόγου του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ.
[…] Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση (ως εκ του χρόνου υποβολής της ένδικης αιτήσεως στο Ειρηνοδικείο Καλαμάτας, στις 31-12-2015), μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι “Φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Βασική προϋπόθεση, για την υπαγωγή του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, είναι η αποδεδειγμένη και μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) περιέλευση αυτού σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του, άσχετα αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα, η οποία, πάντως, δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου) η ύπαρξη προτείνεται από πιστωτή (A.П. 1482/2022, A.П. 1169/2022, А.П. 549/2022, A.П. 544/2022, Α.Π. 1351/2021). Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας ελλείψεως ρευστότητας, ελλείψεως δηλαδή όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμό του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται, αφενός τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή και ιδίως από την εργασία του και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργού) έγγαμης συμβίωσης και αφετέρου οι βιοτικές (και όχι απλώς οι στοιχειώδεις) ανάγκες του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, ώστε να καλύπτεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών, για την εξασφάλιση του οποίου να μην είναι απολύτως αναγκαίο το ποσό που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών (Α.Π. 1061/2023, А.П. 1057/2023, А.П. 995/2023, A.П. 548/2023). H διαπίστωση του κόστους κάλυψης των βιοτικών αναγκών του οφειλέτη και της οικογενείας του και δη των προστατευομένων μελών αυτής, θα στηριχθεί στις βασικές ανάγκες διαβίωσής τους κατά την ημέρα συζήτησης της αιτήσεως στο Ειρηνοδικείο. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για τον προσδιορισμό δε της ρευστότητας, για τη ρύθμιση των οφειλών από το δικαστήριο και την απαλλαγή του οφειλέτη, λαμβάνεται υπόψη, όχι μόνο το εισόδημα του οφειλέτη, αλλά και η λοιπή περιουσία του, κινητή και ακίνητη, η οποία μπορεί να ρευστοποιηθεί, ώστε να ικανοποιήσει τους πιστωτές. Για την αξιολόγηση της σχέσεως ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών, λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη, όσο και αυτή που διαμορφώνεται, σε βαθμό πιθανολογούμενης βεβαιότητας (Α.Π. 785/2022, Α.Π. 544/2022, Α.Π. 1035/2021, Α.Π. 311/2021, Α.Π. 844/2020). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δ. [όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2016, μεταξύ άλλων και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την ημερομηνία αυτή (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού) και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου καταθέσεως της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως (28-11-2022)], η οποία είναι ταυτόσημη με την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της ( Α.Π. 918/2024, Α.Π. 88/2022, Α.Π. 1510/2021, AП1388/2021, A.П. 889/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, που επιτρεπτά ερευνάται αρχικά εφόσον ο Άρειος Πάγος δεν δεσμεύεται από την σειρά των αναιρετικών λόγων που καθορίζουν οι διάδικοι (ΑΠ 23/2023, ΑΠ 1855/2023, ΑΠ 595/2020), οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση την από το άρθρο 560 αρ. 6 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, της εκ πλαγίου παραβίασης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της περιέλευσης των αιτούντων -αναιρεσειόντων, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση, περιέχει ασαφείς, αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, με αποτέλεσμα να μην αιτιολογείται επαρκώς η μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. …/2021 απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση αυτής, δέχθηκε ως αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με το ενδιαφέρον εν προκειμένω ζήτημα της περιέλευσης των αιτούντων, ήδη αναιρεσειόντων σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών: «…… Εσφαλμένως αποφασίστηκε με την εκκαλουμένη να ρυθμιστεί με εφαρμογή του νόμου 3869/2010 το μοναδικό χρέος των εφεσιβλήτων (ήδη αναιρεσειόντων) ήτοι το υπάρχον αυτών έναντι του εκκαλούντος (ήδη αναιρεσίβλητου). Τούτο δεν έπρεπε να αποφασιστεί με την εκκαλουμένη ούτε με αυτή να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία των εφεσιβλήτων από εκποίηση ούτε να καθορίσει εκείνο το Δικαστήριο και άλλη, διάφορη καταβολή δόσεων από τους εφεσιβλήτους προς διάσωσή της διότι ενώ απαραίτητη προϋπόθεση για τα ανωτέρω ήτοι υπαγωγής ενός φυσικού προσώπου στις διατάξεις του ν. 3869/2010 είναι συγκεκριμένα κατ’ αρθ. 1 ν. 3869/2010 η ύπαρξη μόνιμης και γενικής αδυναμίας αυτού του οφειλέτη- φυσικού προσώπου και εν προκειμένω των εφεσιβλήτων, πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους και προς τους πιστωτές του, στην προκειμένη περίπτωση, στην πραγματικότητα ύστερα από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και κατά την κοινή πείρα, δεν συντρέχει στο πρόσωπο των συναιτούντων-αιτούντων η προϋπόθεση αυτή και για αυτόν τον λόγο εσφαλμένα σχετικώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε τις αποδείξεις. Ειδικότερα και κατά την κοινή πείρα οι εφεσίβλητοι αποκομίζουν σημαντικότατο μηνιαία μίσθωμα από το κρεοπωλείο που κείται στην … και είναι της συγκυριότητος του πρώτου των εφεσιβλήτων και δη το ποσό των επτακοσίων ευρώ μηνιαίως το οποίο αποτελεί επιπρόσθετο εξτρά μηνιαίο έσοδο στα λοιπά εισοδήματα που έχουν γίνει δεκτά ως λοιπά εισοδήματα των εφεσιβλήτων με την εκκαλουμένη. Αυτό το ύψος μισθώματος προκύπτει από το εμβαδόν του οικοπέδου όπου κείται το κρεοπωλείο, το γεγονός ότι έχει οικοδομηθεί και το κρεοπωλείο κείται σε δυόροφο κτίριο με πολύ μεγάλο εμβαδό για κρεοπωλείο και κυρίως επειδή το κρεοπωλείο κείται στην … στην οποία προστρέχει πολύ μεγάλος αριθμός εύπορων τουριστών από πολλές χώρες, για πάρα πολλούς μήνες ήτοι και επειδή υπάρχει πολύ και ικανό αγοραστικό κοινό το μίσθωμα του ως άνω μισθίου συνάγεται αλλά με βεβαιότητα να έχει το ανωτέρω ύψος. Περαιτέρω δεν αποδεικνύεται μηνιαία οι εφεσίβλητοι να δαπανούν παραπάνω από χίλια διακόσια ευρώ μηνιαία και περισσότερα από εκατόν εξήντα ευρώ για τις μετακινήσεις της οικογενείας τους, ήτοι για το κόστος βενζίνης για το αυτοκίνητο τους όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση την απόσταση της οικίας τους από την … και τις ανάγκες τους, δεν αποδεικνύεται δε που εργάστηκε και που εργάζεται η δεύτερη εφεσίβλητη και πόσο απέχει η εργασία της από την οικογενειακή τους στέγη. Οι εφεσίβλητοι αποδεικνύεται ότι μηνιαία αποκερδαίνουν τρεις χιλιάδες ευρώ κατά μέσο όρο ανά μήνα ενώ οι μηνιαίες δαπάνες που αποδεικνύουν να έχουν δεν ξεπερνούν τα χίλια διακόσια ευρώ, μηνιαίως και κατά την κοινή πείρα, η μηνιαία κανονική δόση εξυπηρέτησης του δανείου που έχουν λάβει από το εκκαλούν ανέρχεται στα χίλια επτά Ευρώ ήτοι κατά τα ανωτέρω οι εφεσίβλητοι που έχουν τα τέκνα που αναφέρονται στην εκκαλουμένη και βαρύνονται μηνιαία με τις συνήθεις δαπάνες τετραμελούς οικογένειας δύνανται μηνιαία να καλύπτουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης τους και να εξυπηρετούν και την ανωτέρω δόση δανείου. Ήτοι δεν ευρίσκονταν ή ευρίσκονται σε μόνιμη και γενική αδυναμία των πληρωμών τους ήτοι εν προκειμένω εξυπηρέτησης της ως άνω μηνιαίας δόσης τους προς το εκκαλούν μοναδικό πιστωτή τους. Έσφαλε η εκκαλουμένη που έκρινε αντίθετα, δεν διείδε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τι ύψους μίσθωμα στα αλήθεια λαμβάνει κάποιος από το ως άνω κρεοπωλείο έστω και αν ο μισθωτής είναι τυχόν ο αδελφός του πρώτου εφεσιβλήτου το οποίο μίσθιο κείται στην … Μεσσηνίας όπως τα στοιχεία του εξειδικεύονται στην εκκαλουμένη αλλά πίστεψε τους σχετικούς αναληθείς ισχυρισμούς του πρώτου εφεσιβλήτου αναφορικά με το ύψος του καταβαλλόμενου για αυτό μισθώματος. Επίσης πλημμελώς με την εκκαλουμένη κρίθηκε ότι τα έξοδα των εφεσιβλήτων και των δύο τέκνων τους ανέρχονται μηνιαία σε χίλια εξακόσια ή χίλια επτακόσια Ευρώ και χωρίς να βαρύνονται αυτοί με δαπάνη ενοικίου και χωρίς να προσκομίζονται επαρκή αποδεικτικά μέσα εκ των οποίων να αποδεικνύονται τα ως άνω μηνιαία έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξειδικεύει πως πείστηκε ότι τα ως άνω μηνιαία έξοδα ανέρχονται στο τάχα ως άνω μηνιαίο ύψος. Οι εφεσίβλητοι ενώ ανέκαθεν αποκερδαίνουν και αποκλειστικά από τις εργασίες του έσοδα υπερβαίνοντα, μηνιαίως τα δύο χιλιάδες τριακόσια Ευρώ όπως τούτο προκύπτει από τα εκκαθαριστικά τους σημειώματα και επιπλέον έσοδό τους το ως άνω μίσθωμα αυτοί δεν πλήρωσαν την δεή και τον φόρο ενφια για κάποιο χρονικό διάστημα καιρό ενώ είχαν τα χρήματα για να το εξοφλήσουν μήπως και πείσουν ότι πάσχουν από αδυναμία πληρωμών. Επίσης οι εφεσίβλητοι δεν αποδεικνύουν ότι κάποιος συγγενής τους αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας και ότι δαπανούσαν μηνιαία ποσά για να τον συνδράμουν. Ακόμα πλεοναστικά αναφέρεται και ότι εσφαλμένα επίσης με την εκκαλουμένη δεν αποφασίστηκε τουλάχιστον α μη τι άλλο και η εκποίηση της λοιπής πλην της κυρίας κατοικίας των εφεσιβλήτων – συναιτούντων περιουσίας και παρ’ ότι αυτή αναφέρεται στην εκκαλουμένη. Αν και αυτή και αυτή έχει πολύ μεγάλη εμπορική αξία, κατά την κοινή πείρα και ως τούτο αποδεικνύεται και μόνο από τα χαρακτηριστικά της όπως αυτά ορθά εξειδικεύονται στην εκκαλουμένη το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν διέταξε την εκποίησή της. Αυτή θα χρησίμευε σίγουρα προς έστω μερική αν και όχι πλήρη ικανοποίηση του εκκαλούντος-μοναδικού πιστωτή των συναιτούντων-εφεσιβλήτων διότι αυτή η λοιπή περιουσία των εφεσιβλήτων έχει αξία υπερβαίνουσα τις εκατό χιλιάδες Ευρώ ήτοι σχεδόν ή ταυτόσημη με το χρηματικό ύψος στο οποίο ανέρχεται το υπόλοιπο της συνολικής οφειλής των εφεσιβλήτων υπέρ του εκκαλούντος εκ του δανείου που αυτοί έλαβαν από εκείνο. Εξάλλου τα έγγραφα που οι εφεσίβλητοι προσκομίζουν ως αποδεικτικά του ελάχιστου ύψους των εύλογων δαπανών διαβίωσης τους αφορούν μόνο το έτος 2013 και το έτος 2018 ήτοι δεν καλύπτουν την ένδικη υπόθεση που κατ’ ουσία αφορά όλα τα έτη από την ως άνω κατάθεση της ένδικης αιτήσεως των εφεσιβλήτων και έως και την συζήτηση της εφέσεως και για αυτό είναι ανεπαρκή προς απόδειξη του ισχυρισμού των εφεσιβλήτων ότι για τους εφεσιβλήτους και την οικογένειά τους απαιτούνται μηνιαία πλέον των δύο χιλιάδων διακοσίων Ευρώ για την μηνιαία εύλογη διαβίωσή τους, αυτό δε το ποσό κρίνεται δε και ως υπερβολικά υψηλό με βάση όσα εν προκειμένω αποδεικνύεται αυτοί να ξοδεύουν μηνιαία ήτοι χίλια διακόσια ευρώ. Εξάλλου στην εκκαλουμένη δεν εξειδικεύεται πως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην παραδοχή ότι οι εφεσίβλητοι δαπανούν μηνιαία χίλια εξακόσια χίλια επτακόσια Ευρώ για την αυτοσυντήρησή τους. Εξάλλου το οικόπεδο στην … όπου κείται το ως άνω κρεοπωλείο είναι εμβαδού κατά τον τίτλο κτήσεως περισσοτέρων από οκτακοσίων τετραγωνικών μέτρων τα δε αναφερόμενα σε κάθε έρευνα Οικονομικών Προϋπολογισμών (Ε.Ο.Π.) που διενεργεί κάθε χρόνο η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία περί του ελαχίστου ύψους των εύλογων δαπανών διαβίωσης κάθε οικογένειας στην οποία υπάρχει οφειλέτης σε πιστωτικών ίδρυμα δεν έχουν κανονιστική ισχύ […]. Εξάλλου δεν αποδεικνύεται ύστερα από επισκόπηση του περιεχομένου τους ότι οι ανωτέρω λόγοι εφέσεως τυγχάνουν αόριστοι και το Δικαστήριο εξέτασε κατά τα ανωτέρω την ουσία αυτών ήτοι και ποίες και πόσες και τι είδους και τι ύψους ποσού είναι πράγματι οι διάφορες δαπάνες που τελούν οι εφεσίβλητοι και τα δύο τέκνα τους κάθε μήνα για την εύλογη διαβίωσή τους. Επομένως ο ως άνω πρώτα αναφερόμενος λόγος εφέσεως κατά τα ανωτέρω γίνεται δεκτός ως ορισμένος, νόμιμος και κατ’ ουσία βάσιμος, ήτοι και η έφεση, κατ’ ακολουθία εξαφανίζεται ολικά η εκκαλουμένη, δικάζεται από το παρόν Δικαστήριο η ένδικη αίτηση και απορρίπτεται τελικά από το παρόν Δικαστήριο στην ουσία της διότι δεν συντρέχει κατά τα ανωτέρω στο πρόσωπο των εφεσιβλήτων η μόνιμη και γενική αδυναμία τους προς πληρωμή της μηνιαίας δόσης τους προς τον μοναδικό πιστωτή τους-εκκαλούν…». Κρίνοντας, όμως, έτσι, το ως Εφετείο δικάσαν δικαστήριο, διέλαβε στην απόφασή του, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας πληρωμών των αναιρεσειόντων, ανεπαρκείς αιτιολογίες, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 του ν.3869/2010 που προπαρατέθηκε την οποία, εκ πλαγίου, παραβίασε στερώντας την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα το δικαστήριο προκειμένου να διαπιστώσει την συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής των αιτούντων ήδη αναιρεσειόντων, στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3869/2010, για τον υπολογισμό της ρευστότητας που διαθέτουν σε σχέση με την οφειλή τους, συνυπολόγισε στα εισοδήματα αυτών (σύζυγοι), και το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως, που λαμβάνει ως μίσθωμα από την εκμίσθωση του ιδανικού μεριδίου του ο πρώτος των αιτούντων, επί του επιδίκου καταστήματος, ευρισκόμενου στην … Μεσσηνίας, το οποίο αποτελεί επιπρόσθετο μηνιαίο έσοδο στα λοιπά εισοδήματα που έχουν γίνει δεκτά εισοδήματα των εφεσιβλήτων-αιτούντων (ήδη αναιρεσειόντων). Όμως το ως άνω μίσθωμα φερόμενο ως επιπλέον εισόδημα των αιτούντων – αναιρεσειόντων, προσδιορίστηκε αυθαίρετα και υποθετικά, χωρίς να υπάρχει παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης περί της εικονικότητας της επίδικης μίσθωσης. Συγκεκριμένα το ως Εφετείο δικάσαν δικαστήριο, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο είχε δεχθεί ότι το μηνιαίο συμφωνηθέν μίσθωμα που αντιστοιχεί στο ποσοστό συνιδιοκτησίας από την εκμίσθωση του ιδανικού μεριδίου του πρώτου των αιτούντων αναιρεσειόντων, επί του επιδίκου καταστήματος ανέρχεται στο ποσό των 75 ευρώ, το οποίο (μίσθωμα) ωστόσο ο πρώτος αιτών είχε δηλώσει ότι δεν το ελάμβανε πλέον, στη συνέχεια με αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε αρχικά ότι «… Ειδικότερα και κατά την κοινή πείρα οι εφεσίβλητοι αποκομίζουν σημαντικότατο μηνιαίο μίσθωμα από το κρεοπωλείο που κείται στην … και είναι της συγκυριότητος του πρώτου των εφεσιβλήτων και δη το ποσό των επτακοσίων ευρώ μηνιαίως το οποίο αποτελεί επιπρόσθετο εξτρά μηνιαίο έσοδο στα λοιπά εισοδήματα που έχουν γίνει δεκτά ως λοιπά εισοδήματα των εφεσιβλήτων με την εκκαλουμένη. Αυτό το ύψος μισθώματος προκύπτει από το εμβαδόν του οικοπέδου όπου κείται το κρεοπωλείο, το γεγονός ότι έχει οικοδομηθεί και το κρεοπωλείο κείται σε δυόροφο κτίριο με πολύ μεγάλο εμβαδό για κρεοπωλείο και κυρίως επειδή το κρεοπωλείο κείται στην … στην οποία προστρέχει πολύ μεγάλος αριθμός εύπορων τουριστών από πολλές χώρες, για πάρα πολλούς μήνες ήτοι και επειδή υπάρχει πολύ και ικανό αγοραστικό κοινό το μίσθωμα του ως άνω μισθίου συνάγεται αλλά με βεβαιότητα να έχει το ανωτέρω ύψος…. » και στη συνέχεια «… Έσφαλε η εκκαλουμένη που έκρινε αντίθετα, δεν διείδε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τι ύψους μίσθωμα στα αλήθεια λαμβάνει κάποιος από το ως άνω κρεοπωλείο έστω και αν ο μισθωτής είναι τυχόν ο αδελφός του πρώτου εφεσιβλήτου το οποίο μίσθιο κείται στην … Μεσσηνίας», συνυπολογίζοντας έτσι εντελώς υποθετικά επιπρόσθετο μηνιαίο εισόδημα των αιτούντων, ύψους 700 ευρώ. Επίσης, στην προσβαλλόμενη απόφαση με αντιφατικές και ασαφείς αιτιολογίες προσδιορίζεται το ύψος των βιοτικών αναγκών των αιτούντων αναιρεσειόντων οι οποίες ενώ αρχικά σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ανέρχονται στο ποσό των 1360 ευρώ, στη συνέχεια εντελώς αντιφατικά στο 3ο φύλλο στιχ. 24-25, αναφέρεται ότι αυτές δεν ξεπερνούν τα 1200 ευρώ, συνυπολογίζοντας στις εν λόγω δαπάνες με ασαφείς αιτιολογίες τα έξοδα μετακίνησης των αιτούντων τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των 160 ευρώ, δεχόμενο ειδικότερα για την δεύτερη αιτούσα ότι « …. δεν αποδεικνύεται δε που εργάστηκε και που εργάζεται η δεύτερη εφεσίβλητη και πόσο απέχει η εργασία της από την οικογενειακή τους στέγη». Επομένως, ο προαναφερόμενος τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 560 αρ. 6 του ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου λόγου της, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης καθόσον η αναιρετική εμβέλεια του λόγου που έγινε δεκτός στο σύνολο της πληττόμενης απόφασης καθιστά αλυσιτελή την εξέτασή του, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. […].