Αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης (άρθρα 99 επ. ΠτΚ) – Αναγκαίο περιεχόμενο έκθεσης εμπειρογνώμονα & Έννοια κατάστασης πιστωτών που συνυποβάλλονται με την αίτηση – Δημοσίευση απόφασης του γραφείου μας στον νομικό τύπο

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (Δ/2020) του έγκριτου νομικού περιοδικού Επιθεώρηση του Εμπορικού Δικαίου. Στο τεύχος (σελ. 982) δημοσιεύεται η με αριθμό 2/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης, στην δίκη της οποίας το γραφείο μας, σε συνεργασία με το δικηγορικό γραφείο Πανίτσας – Λεωνιδοπούλου & Συνεργάτες, εκπροσώπησε επιτυχώς εταιρεία που δεν συμβλήθηκε στην συμφωνία εξυγίανσης, θιγόταν από τις προβλέψεις της και για τον λόγο αυτό με κύρια παρέμβασή της στην δίκη για την επικύρωση της συμφωνίας ζήτησε και πέτυχε την απόρριψη της αίτησης επικύρωσης. Η απόφαση πραγματεύεται το εξαιρετικά κρίσιμο θέμα του αναγκαίου περιεχομένου της έκθεσης εμπειρογνώμονα και της κατάστασης πιστωτών που κατά τον νόμο πρέπει να συνυποβάλλονται στο Δικαστήριο με την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, ώστε να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν είναι αποτέλεσμα συμπαιγνίας μεταξύ οφειλέτη και συμβαλλόμενων σε αυτήν πιστωτών.

Η απόφαση, όπως δημοσιεύεται στο περιοδικό, έχει ως εξής (περίληψη και κυρίως κείμενο):

Αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης. Αναγκαίο περιεχόμενο έκθεσης εμπειρογνώμονα. Κύρια παρέμβαση μη συμβαλλόμενου πιστωτή με ισχυρισμό ότι η συμφωνία εξυγίανσης είναι αποτέλεσμα δόλου και αθέμιτων πράξεων της αιτούσας-οφειλέτριας και ορισμένου συμβαλλόμενου πιστωτή.

Έκθεση εμπειρογνώμονα στην οποία παραλείπονται αφενός η γνώμη του για το ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς της αιτούσας και των συμβαλλόμενων πιστωτών ή τρίτου και αφετέρου βεβαίωσή του για την ακρίβεια και την εγκυρότητα της κατάστασης πιστωτών. Κύρια παρέμβαση μη συμβαλλόμενου πιστωτή ισχυριζόμενου ότι η συμφωνία εξυγίανσης αποτελεί προϊόν δόλου και αθέμιτων πράξεων της αιτούσας και ορισμένου πιστωτή. Στην περίπτωση αυτή η γνώμη του εμπειρογνώμονα ως προς την συνδρομή της εν λόγω προϋπόθεσης δεν είναι μόνο εκ του νόμου απαραίτητη, αλλά και αναγκαία για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Ως κατάσταση πιστωτών που πρέπει να συνοδεύει την αίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί πίνακας πιστωτών που περιέχεται στην έκθεση εμπειρογνώμονα, αν σε αυτόν αναφέρονται οι απαιτήσεις τους σε ημερομηνία διαφορετική από αυτήν που αναφέρεται στην συμφωνία εξυγίανσης. Απόρριψη αίτησης ως απαράδεκτης.

[…] Περαιτέρω, στο άρθρο 104 ΠτΚ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 7 του Ν. 4446/2016) περιγράφονται οι προϋποθέσεις του παραδεκτού και τα στοιχεία του ορισμένου της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης (πλέον των γενικών προβλέψεων των άρθρων 118 και 216 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται βέβαια και στην προκείμενη διαδικασία, κατ’ άρθρο 741 ΚΠολΔ). […] Η αίτηση επικύρωσης πρέπει να συνοδεύεται, με ποινή απαραδέκτου, από τα ακόλουθα έγγραφα: α) Την υπογεγραμμένη συμφωνία εξυγίανσης. […] δ) Έκθεση εμπειρογνώμονα (για την ιδιότητα του οποίου ορίζονται λεπτομέρειες στο αρ. 104 παρ. 6 και στο αρ. 106στ παρ. 1 ΠτΚ). Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης του οφειλέτη (η εν λόγω βεβαίωση αφορά μόνο τα έγγραφα που τηρούνται από την εταιρία και όχι οποιαδήποτε άλλα έγγραφα, βλ. Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 61 – ΕφΑΘ 1698/2016 ΕΕμπΔ 2016.923). Τα έγγραφα αυτά μπορούν να προσκομισθούν και με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης (παρ. 3). Στην προαναφερόμενη έκθεση του εμπειρογνώμονα πρέπει να εκτίθεται η γνώμη του σε σχέση με τα οικονομικά στοιχεία του οφειλέτη, την κατάσταση της αγοράς και τη συνδρομή των προϋποθέσεων επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 106β. Στην εν λόγω έκθεση περιλαμβάνεται επίσης βεβαίωση του εμπειρογνώμονα για την ακρίβεια και εγκυρότητα της κατάστασης των πιστωτών που συνοδεύει τη συμφωνία εξυγίανσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 100 με ειδική μνεία των ενέγγυων πιστωτών και επισυνάπτεται κατάλογος των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (παρ. 5 εδ. α’ και β’). Περαιτέρω, στο άρθρο 106β ΠτΚ (όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 6 παρ. 10 του Ν. 4446/2016) περιγράφονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο. Συγκεκριμένα, εφόσον καταρχήν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι η συμφωνία εξυγίανσης έχει πράγματι υπογραφεί από πιστωτές που εκπροσωπούν την προβλεπόμενη πλειοψηφία του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη (αρ. 100 παρ. 1 ΠτΚ), ακολούθως επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι αναφερόμενες στην παρ. 2 προϋποθέσεις και ειδικότερα: α) Πιθανολογείται ότι κατόπιν της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, η επιχείρηση του οφειλέτη θα καταστεί βιώσιμη, β) Πιθανολογείται ότι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών δεν παραβλάπτεται κατά την έννοια του αρ. 99 παρ. 2, γ) Η συμφωνία εξυγίανσης δεν είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, πιστωτή ή τρίτου και δεν παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού, δ) Η συμφωνία εξυγίανσης αντιμετωπίζει με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης τους πιστωτές που βρίσκονται στην ίδια θέση. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών επιτρέπονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται ειδικά στην απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή αν ο θιγόμενος πιστωτής συναινεί στην απόκλιση. Ενδεικτικά, δύνανται να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης απαιτήσεις πελατών της επιχείρησης του οφειλέτη, η μη ικανοποίηση των οποίων βλάπτει ουσιωδώς τη φήμη της ή τη συνέχιση της επιχείρησης, απαιτήσεις, η εξόφληση των οποίων είναι αναγκαία για τη διατροφή του πιστωτή και της οικογένειάς του, καθώς και εργατικές απαιτήσεις. Ειδικά ως προς την τρίτη ως άνω προϋπόθεση, ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, πιστωτή ή τρίτου, και δεν θα πρέπει να παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού, επί της οποίας, μάλιστα, το πτωχευτικό δικαστήριο θα πρέπει να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, χωρίς να αρκεί η απλή πιθανολόγηση, λεκτέα τα εξής: Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4013/2011 (ταυτόσημη ήταν η αντίστοιχη διάταξη του αρ. 106ζ παρ. 2 περ. γ’ ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν τις τροποποιήσεις του Ν. 4446/2016) ο λόγος αυτός μη επικύρωσης αποβλέπει στην αποτροπή αθέμιτων πρακτικών, όπως η συμπαιγνία του οφειλέτη με ορισμένους από τους πιστωτές του, ιδίως όταν αυτοί είναι πρόσωπα συνδεδεμένα μαζί του (Αυγητίδης, Εξυγίανση επιχειρήσεων μέσω προπτωχευτικών διαδικασιών, σελ. 259). Κατά τη διατύπωση της Αιτιολογικής Έκθεσης «ως αθέμιτη ή κακόπιστη θεωρείται η συμπεριφορά που αντίκειται στις επιταγές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, με την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς στο αρ. 281 ΑΚ. Ενδεικτικά κακόπιστη θα πρέπει να θεωρηθεί η προσχηματική παροχή εμπράγματης ασφάλειας (π.χ. προσημείωσης υποθήκης) με τάξη που δεν διασφαλίζει την κατάταξη σε περίπτωση πλειστηριασμού, ώστε οι σχετικές απαιτήσεις να συμπεριληφθούν στις εμπραγμάτως εξασφαλισμένες (έτσι ώστε να σχηματιστεί η προβλεπόμενη πλειοψηφία πιστωτών για την έγκυρη κατάρτιση της συμφωνίας εξυγίανσης), η επιλεκτική παροχή ή υπόσχεση ωφελημάτων σε ορισμένους πιστωτές εκτός του πλαισίου της συμφωνίας εξυγίανσης και άλλες αντίστοιχες πρακτικές» (Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 79). Ανάλογη αθέμιτη ή κακόπιστη συμπεριφορά θα καταφάσκεται επίσης σε περίπτωση που διαπιστώνεται π.χ. η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η σκόπιμη παρουσίαση ατελών ή ανακριβών οικονομικών καταστάσεων, η εξαγορά ψήφων πιστωτών του, η δημιουργία εικονικής απαίτησης που εξασφαλίζεται εμπραγμάτως, όπως λ.χ. εικονική σύμβαση δανείου μεταξύ του οφειλέτη και προσώπου της εμπιστοσύνης τους, σε συνδυασμό με εγγραφή προσημείωσης σε ακίνητο ιδιοκτησίας του οφειλέτη προς εξασφάλιση της εικονικής απαίτησης (Αλεξ. Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, 2η έκδοση, σελ. 235 – Χριστοπούλου, Η διαδικασία εξυγίανσης ως διαχρονικός θεσμός του ελληνικού δικαίου, σελ. 233 – 234). Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αθέμιτης πράξης ή της κακόπιστης συμπεριφοράς και της επίτευξης της συμφωνίας εξυγίανσης, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της διάταξης [«η συμφωνία δεν είναι αποτέλεσμα …») (Αλεξ. Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, 2η έκδοση, σελ. 236 – Αυγητίδης, Εξυγίανση επιχειρήσεων μέσω προπτωχευτικών διαδικασιών, σελ. 260)]. Επιπλέον, λόγος άρνησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης είναι και η παράβαση κανόνων αναγκαστικού δικαίου και ιδιαίτερα του δικαίου του ανταγωνισμού. Ως τέτοιοι κανόνες θα μπορούσαν να θεωρηθούν θεμελιώδεις διατάξεις που αφορούν τις δικαιοπραξίες και έχουν θεσπισθεί για την προστασία των συναλλαγών (π.χ. αρ. 178, 179 ΑΚ, αρ, 1 του Ν. 146/1914, αρ. 1, 2, 3, 7 του Ν. 3959/2011), ενώ το δικαστήριο θα πρέπει να αρνείται την επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης, εφόσον διαπιστώνεται ότι επιχειρείται με τους όρους της απαγορευμένη σύμπραξη ή συγκέντρωση, μη επιτρεπόμενη από το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού (Αλεξ. Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, 2η έκδοση, σελ. 236 – Χριστοπούλου, Η διαδικασία εξυγίανσης ως διαχρονικός θεσμός του ελληνικού δικαίου, σελ. 235 – Αυγητίδης, Εξυγίανση επιχειρήσεων μέσω προπτωχευτικών διαδικασιών, σελ. 260).

Με την υπό κρίση υπό στοιχείο Α’ ως άνω αίτησή της, η αιτούσα ισχυρίζεται, ότι συνεστήθη το … με κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα παραγωγή και εμπορία … προϊόντων και την άσκηση … επιχειρήσεων. Ότι η επιχείρηση αυτή ευρίσκεται σε επαπειλούμενη οικονομική αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της, χωρίς, όμως, να έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης των πληρωμών της. […] Ότι σύναψε με τους κύριους πιστωτές της, οι οποίοι εκπροσωπούν την προβλεπόμενη πλειοψηφία του συνόλου των απαιτήσεων κατ’ αυτής (άρθρο 100 παρ. 1 ΠτΚ) συμφωνία εξυγίανσης, το κείμενο της οποίας παραθέτει, ενώ εκθέτει ότι υφίστανται άπασες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την επικύρωση αυτής. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζητεί, να επικυρωθεί ρητά η κατά τα ως άνω συναφθείσα συμφωνία εξυγίανσης, η οποία περιέχει τις κατ’ άρθρα 106β παρ. 1, 2 και 106δ ΠτΚ προϋποθέσεις, καθώς και να διαταχθεί η δημοσίευση της εκδοθησόμενης απόφασης στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων … και στο Γ.Ε.ΜΗ. […] Πλην, όμως, η αιτούσα ανώνυμη εταιρία δεν προσκόμισε όλα όσα απαιτούνται επί ποινή απαραδέκτου,  με βάση τα άρθρα 104 παρ. 3 εδ. α΄ και δ΄, 103 παρ. 7, 100 και 106 β ΠτΚ και ως εκ τούτου η κρινόμενη αίτησή της είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, η αιτούσα υπέβαλε μεν την από Οκτωβρίου 2019 έκθεση του εμπειρογνώμονα …, ορκωτού ελεγκτή λογιστή (ΑΜ ΣΟΕΛ …), ενεργούντος για λογαριασμό της «…» ωστόσο, η έκθεση αυτή δεν περιέχει άπαντα τα στοιχεία που απαιτούνται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 104 παρ. 5 και 106β παρ. 2 ΠτΚ. Και τούτο, διότι, εκτίθεται μεν η γνώμη του ανωτέρω εμπειρογνώμονα σε σχέση με τα οικονομικά στοιχεία της αιτούσας, την κατάσταση της αγοράς και τη συνδρομή ορισμένων εκ των προϋποθέσεων επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, αλλά παραλείπεται η γνώμη του για το ότι η ως άνω συμφωνία εξυγίανσης δεν παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού και κυρίως, ότι δεν είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς της αιτούσας και των συμβαλλόμενων πιστωτών ή τρίτου, στοιχείο κρίσιμο, με βάση τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, ενόψει μάλιστα, του ότι, όπως η έκθεση αναφέρει, προβλέπεται κατά την ανωτέρω συμφωνία, ότι η πιστώτρια … ΑΕΒΕ θα λάβει το 88% του συνόλου των απαιτήσεών της και θα διαγράφει το 12% αυτών, σε αντίθεση  με τους λοιπούς πιστωτές που θα λάβουν μόλις το 14,13% των απαιτήσεών τους. Εξάλλου, η πρώτη κυρίως παρεμβαίνουσα αρνείται την συνδρομή της συγκεκριμένης προϋπόθεσης, ισχυριζόμενη ότι, η κρινόμενη συμφωνία εξυγίανσης αποτελεί προϊόν δόλου και αθέμιτων πράξεων της αιτούσας και της πιστώτριας … ΑΕΒΕ, καθώς δημιουργούνται εύλογα υπόνοιες ότι οι οφειλές της αιτούσας προς την … ΑΕΒΕ δημιουργήθηκαν προκειμένου η συγκεκριμένη πιστώτρια να συμμετάσχει στην συμφωνία εξυγίανσης και ότι αμφότερες οι εταιρείες αυτές αποτελούν μια ενιαία επιχείρηση, άλλως επιχειρήσεις του αυτού ομίλου επιχειρήσεων. Συνεπώς, η γνώμη του εμπειρογνώμονα επί της εν λόγω προϋπόθεσης όχι μόνο είναι απαραίτητη, βάσει του νόμου, αλλά και στην προκειμένη περίπτωση αναγκαία για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Επίσης, δέον να επισημανθεί, ότι στην έκθεση δεν υπάρχει βεβαίωση του εμπειρογνώμονα για την ακρίβεια και την εγκυρότητα της κατάστασης των πιστωτών, που θα έπρεπε να συνοδεύει τη συμφωνία εξυγίανσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 100 ΠτΚ, με ειδική μνεία των ενέγγυων πιστωτών και με ημερομηνία σύνταξής της όχι προγενέστερη των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της συμφωνίας στο Δικαστήριο. Σημειώνεται ακόμη, ότι παρότι βάσει του άρθρου 104 παρ.3 εδ. α΄ ΠτΚ ο αιτών οφείλει να καταθέσει την υπογεγραμμένη συμφωνία εξυγίανσης, η οποία θα πρέπει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 103 παρ. 7 ΠτΚ, να συνοδεύεται υποχρεωτικά από επιχειρηματικό σχέδιο με χρονική διάρκεια ίση με αυτή της συμφωνίας, το οποίο εγκρίνεται από τους συμβαλλόμενους κατ’ άρθρο 100, και να επισυνάπτεται σε αυτήν κατάσταση πιστωτών, με ημερομηνία όχι προγενέστερη των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο» (άρθρο 100 παρ. 2 ΠτΚ), στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα υπέβαλε στο Δικαστήριο μόνο την από 17.10.2019 συμφωνία εξυγίανσης, χωρίς σε αυτήν να έχει επισυναφθεί κυρίως η ανωτέρω κατάσταση των πιστωτών, ώστε να διαπιστωθεί αν έχει υπογράφει από την απαιτούμενη κατ’ άρθρο 100 ΠτΚ πλειοψηφία και δευτερευόντως, το εγκριθέν από τους πιστωτές επιχειρηματικό σχέδιο της αιτούσας. Ακόμη δε και αν ήθελε υποτεθεί, ότι ο πίνακας των πιστωτών περιλαμβάνεται στην έκθεση του εμπειρογνώμονα, τότε αυτός φέρει ημερομηνία αυτήν της έκθεσης, ήτοι Οκτώβριος 2019, ενώ στην συμφωνία εξυγίανσης, αναφέρονται οι οφειλές που υπήρχαν στις 31.7.2019. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση περί επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη. […]