Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (4/2021) του έγκριτου νομικού περιοδικού Επιθεώρηση του Εμπορικού Δικαίου (ΕΕμπΔ). Στο τεύχος (σελ. 934) δημοσιεύεται η με αριθμό 866/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου, στην οποία το γραφείο μας εκπροσώπησε επιτυχώς αναιρεσίβλητη ετερόρρυθμη εταιρεία σε εναντίον της αναίρεση που άσκησε τράπεζα. Η απόφαση πραγματεύεται κρίσιμα και ευρύτερης σημασίας ζητήματα εταιρικού δικαίου, όπως το θέμα του αν η καθολική τροποποίηση καταστατικού υφιστάμενης ομόρρυθμης εταιρείας επιφέρει μεταβολή της νομικής της προσωπικότητας, και έχει κατά περίληψη και κυρίως κείμενο ως εξής:
Η μετατροπή της ομόρρυθμης εταιρείας σε ετερόρρυθμη, με την τήρηση των προβλεπομένων νομίμων διατυπώσεων δημοσιότητας, δεν επιφέρει διάλυση του νομικού προσώπου της εταιρείας η οποία συνεχίζεται υπό διάφορο νομικό ένδυμα. Τυχόν καταστατικές μεταβολές που επέρχονται ταυτόχρονα με την μετατροπή της ομόρρυθμης εταιρείας σε ετερόρρυθμη και αφορούν την αλλαγή της επωνυμίας της, τη μεταβολή των εταίρων, τη μεταφορά της έδρας της, τη μεταβολή του σκοπού της, την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, τη μεταβολή της συμμετοχής στις κερδοζημίες των εταίρων και την αλλαγή της διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων, οι οποίες ελήφθησαν με κοινή συμφωνία των εταίρων, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρ. 361 ΑΚ), επίσης δεν επιφέρουν διάλυση του υφιστάμενου νομικού προσώπου και δημιουργία νέου, αλλά συνιστούν συνέχιση της αρχικής εταιρικής συμβάσεως.
(…) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 760 και 761 ΑΚ, που περιέχουν κανόνες ενδοτικού δικαίου, συνάγεται ότι επί νομίμως υφισταμένης και λειτουργούσας ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας δεν αποκλείεται, δια κοινής συμφωνίας των εταίρων, η δια μεταβιβάσεως της εταιρικής μερίδας είσοδος νέου εταίρου, η οποία, συνιστώντας αλλαγή του προσώπου του εταίρου, αποτελεί, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνει το άρθρο 46 του ΕμπΝ, τροποποίηση του καταστατικού της αρχικής εταιρικής συμβάσεως η οποία συνεχίζεται κατά τα λοιπά (ΟλΑΠ 588/68). Ούτε η μετατροπή της ομόρρυθμης εταιρείας σε ετερόρρυθμη, με την τήρηση των προβλεπομένων νομίμων διατυπώσεων της δημοσιότητας, επιφέρει διάλυση του νομικού προσώπου της εταιρείας η οποία συνεχίζεται υπό διάφορο νομικό ένδυμα (ΑΠ 1751/2011, ΑΠ 640/1986). Από το συνδυασμό, εξάλλου, των διατάξεων των άρθρων 72, 73, 74 ΑΚ, 23, 24 ΕμπΝ, 62, 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα δε αυτή, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης. Η λύση του νομικού προσώπου της ετερόρρυθμης εταιρείας, δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, ούτε καν επιφέρει βίαιη διακοπή της δίκης, διότι και μετά τη λύση της η νομική προσωπικότητα της εταιρείας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής η εταιρεία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το δικαστήριο. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση της εταιρείας. Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί, ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρείας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρείας από τους εκκαθαριστές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν είναι υποχρεωτικό ούτε προκύπτει ακυρότητα, αν δεν τεθεί μετά την επωνυμία της εταιρείας η μνεία ότι τελεί υπό εκκαθάριση (ΑΠ 216/2012, ΑΠ 693/2008). Η εκκαθάριση, η οποία ακολουθεί την λύση της εταιρείας και έχει ως σκοπό την διευθέτηση των εκκρεμοτήτων που υπάρχουν, διαφέρει της αναβίωσης, η οποία έχει ως σκοπό την επαναλειτουργία της λυθείσας εταιρείας και για να υπάρξει απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εταίρων, για δε την ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη εταιρία και η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας κατά τα άρθρα 42 και 46 ΕμπΝ (ΑΠ 748/2017, ΑΠ 2049/2013, ΑΠ 1036/2007, ΑΠ 486/1971).
(…) Περαιτέρω, όταν η ετερόρρυθμη εταιρία λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση, στις …, εξακολούθησε να υπάρχει για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, καθόσον, παρότι οι εταίροι συμφώνησαν ότι δεν προέκυψε ζημία ή κέρδος και δεν έχουν αμοιβαίες απαιτήσεις ή απαιτήσεις κατά της εταιρίας από τη δράση της, υπήρχε η δικαστική εκκρεμότητα με την αξίωση αποζημίωσης κατά της ασφαλιστικής εταιρίας “…”, στοιχείο που οδήγησε αυτούς να ορίσουν εκκαθαριστή τον …, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν είχαν την άποψη ότι έληξαν οι εργασίες της εκκαθάρισης. Άλλωστε, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγείται, ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί, ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρίας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρίας που λύθηκε από τους εκκαθαριστές. Ακολούθως, το από … ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο οι εταίροι με κοινή απόφασή τους τροποποίησαν το από … ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης και εκκαθάρισης της εταιρίας, συμφωνώντας την αναβίωση της εταιρίας και τη συνέχιση των εργασιών της εκκαθάρισης, με εκκαθαριστή τον ομόρρυθμο εταίρο …, δεν ασκεί νόμιμη επιρροή στη νομική της προσωπικότητα, κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής, (κατάθεση στις …,επίδοση αυτής στις …), χρόνο, κατά τον οποίο η ενάγουσα εταιρία, ήδη βρισκόταν σε καθεστώς εκκαθάρισης, είχε νομική προσωπικότητα και λειτουργούσε για τις ανάγκες αυτής (εκκαθάρισης), μεταξύ των οποίων και η δικαστική εξέλιξη της ένδικης απαίτησης κατά της εναγόμενης τράπεζας. Άλλωστε η εκκαλουμένη δεν έκρινε ότι υπήρξε αναβίωση της εταιρίας μετά το τέλος της εκκαθάρισης, αλλά έκρινε ότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής η ενάγουσα είχε νομική προσωπικότητα, έχοντας μετατραπεί από ομόρρυθμη σε ετερόρρυθμη που πλέον τελούσε υπό εκκαθάριση και η νομική της προσωπικότητα συνέχιζε να υπάρχει για τις ανάγκες της μεταξύ των οποίων και η δικαστική εξέλιξη της ένδικης υπόθεσης. Ακόμη αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εταιρία άσκησε την ένδικη αγωγή με την επωνυμία “…” και με τις προτάσεις της, που κατέθεσε νόμιμα στις …, δηλαδή πριν τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έλαβε χώρα στη …, προέβη σε διόρθωση της επωνυμίας της σε “…” που τελεί σε εκκαθάριση. Το ότι η ενάγουσα εταιρία όταν άσκησε την ένδικη αγωγή δεν αναφέρεται με την επωνυμία της μετά την τροποποίησή της ως ετερόρρυθμη εταιρία, που βρίσκεται σε καθεστώς εκκαθάρισης, αλλά αναφέρεται με την αρχική της επωνυμία ως ομόρρυθμη εταιρία, δηλαδή το ότι γίνεται στην ένδικη αγωγή εσφαλμένη αναγραφή της επωνυμίας της, αυτό, όπως αναφέρεται στη μείζονα πρόταση, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, αφού δεν γεννιέται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρονται παραπάνω… Επομένως, πρέπει ν’ απορριφθούν, ως ουσία αβάσιμοι, οι λόγοι της έφεσης, καθώς και οι συμπληρωματικοί αυτών πρόσθετοι λόγοι. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η ενάγουσα εταιρία καλώς άσκησε την ένδικη αγωγή και παραστάθηκε ενώπιόν του έχοντας νομική προσωπικότητα και ικανότητα διαδίκου και ότι η εσφαλμένη αναγραφή της επωνυμίας της δεν επέφερε ακυρότητα του αγωγικού δικογράφου, ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Ακολούθως, πρέπει η κρινόμενη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ν’ απορριφθούν κατ’ ουσία. Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 72,361,777,778 ΑΚ, 62, 64 και 313 ΚΠολΔ, καθώς και σ’ εκείνες των άρθρων 18,42-46 του ΕμπΝ, περί προσωπικών εταιρειών, τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω αναλογικά, των επικαλούμενων από την αναιρεσείουσα διατάξεων του ΚΝ 2190/1920, περί ανωνύμων εταιρειών, ενώ οι καταστατικές μεταβολές που επήλθαν με τη μετατροπή της ομόρρυθμης εταιρείας σε ετερόρρυθμη, και αφορούν την αλλαγή της επωνυμίας της, τη μεταβολή των εταίρων, τη μεταφορά της έδρας της, τη μεταβολή του σκοπού της, την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, τη μεταβολή της συμμετοχής στις κερδοζημίες των εταίρων και την αλλαγή της διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων, ελήφθησαν δε με κοινή συμφωνία των εταίρων, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρ. 361 ΑΚ), συνιστούν συνέχιση της αρχικής εταιρικής συμβάσεως, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, η μετατροπή της ομόρρυθμης εταιρείας σε ετερόρρυθμη, με την τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων της δημοσιότητας, δεν επιφέρει διάλυση του νομικού προσώπου της εταιρείας, η οποία συνεχίζεται κατά τα λοιπά (ΟλΑΠ 588/1968, ΑΠ 640/1986).